Το reunion του «Στο παρά πέντε», η αφιερωματική εκπομπή του Mega για τα είκοσι χρόνια από την προβολή του θρυλικού σίριαλ, σάρωσε την Τρίτη το βράδυ την τηλεθέαση. Επί τεσσερισήμισι ώρες την παρακολουθούσε το μισό, σχεδόν, τηλεοπτικό κοινό. Και επειδή πλέον η απήχηση στους τηλεθεατές δεν καταγράφεται μόνο ποσοτικά, αλλά, λόγω σόσιαλ μίντια, και ποιοτικά, οι μαζικές αναρτήσεις έδειξαν ότι χτύπησε κόκκινο και η συγκίνηση που προκάλεσε η επανένωση της Ντάλιας, της Ζουμπουλίας, του Σπύρου, του Φώτη, της Αγγέλας και των άλλων χαρακτήρων που μας χάρισαν κάποιες από τις πιο απολαυστικές τηλεοπτικές σκηνές και ατάκες των τελευταίων δεκαετιών.
Γιατί; Εννοώ τι είναι αυτό που προκάλεσε τόσο τη μεγάλη επιτυχία στην πρώτη προβολή αλλά και σε όλες τις επαναλήψεις, όσο και την αναμόχλευση του συναισθήματος στην αφιερωματική εκπομπή όπου οι ηθοποιοί «μπανόβγαιναν» στους ρόλους τους; Τι έκανε τους τηλεθεατές να θέλουν να δουν πώς εξελίχθηκαν οι χαρακτήρες μέσα σε αυτά τα χρόνια, τι έκαναν στα capital controls και στην πανδημία, λες και ήταν πραγματικοί άνθρωποι; Ναι, οι πέντε φίλοι δεν ήταν κι ακριβώς αυτό που λέμε «οι τύποι της διπλανής πόρτας» ούτε οι περιπέτειες που έζησαν καθημερινές ιστορίες. Αλλά αυτό που, κατά τη γνώμη μου, εξέπεμπαν, πίσω από το χιούμορ και τις ανατροπές, είναι μια πραγματική και ουσιαστική ανάγκη που όλοι την έχουμε όσο και αν προσπαθούμε συχνά να την κρύψουμε «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου». Την ανάγκη να ανήκουμε κάπου.
Δεν πρόκειται ακριβώς για φιλία. Το «Στο παρά πέντε» δεν είναι «Τα φιλαράκια» της ελληνικής τηλεόρασης, όπως λένε πολλοί. Οι χαρακτήρες της αμερικανικής σειράς είχαν κοινές αναφορές, την ίδια, περίπου, ηλικία, τον ίδιο τρόπο ζωής. Τους συνέδεε η ίδια η πραγματικότητα. Οι δικοί μας ήταν εντελώς άσχετοι μεταξύ τους, στην αρχή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν, είχαν άλλη αντίληψη του κόσμου, μιλούσαν διαφορετική «γλώσσα». Τους ένωνε, με έναν καρμικό τρόπο, ένα δυστύχημα και μια δολοφονία. Αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα εύρημα του εξαιρετικού Γιώργου Καπουτζίδη ώστε να μπορεί να αναπτύξει την πλοκή. Αυτό όμως που, τουλάχιστον, εισέπραξα εγώ είναι ότι η υπέρβαση των διαφορών δημιουργεί τις αληθινές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η διάθεσή μας να δούμε τον άλλον πίσω από την κοινωνική, την αισθητική, την πνευματική του ταυτότητα. Αλλά και η θέλησή μας να απεκδυθούμε κι εμείς οι ίδιοι το δικό μας «φαίνεσθαι», αυτό που συχνά περισσότερο μας βολεύει παρά μας συμφέρει, για να αποκαλύψουμε το «είναι» μας.
Οι πέντε ήρωες της σειράς ήρθαν για να μας θυμίσουν ότι οι άνθρωποι είμαστε, στην πραγματικότητα, μόνοι μας όσοι και όσα κι αν μας περιστοιχίζουν. Η ανάγκη του να ανήκουμε κάπου, σε ένα ασφαλές περιβάλλον όπου μπορούμε να εκτεθούμε χωρίς ενοχές, είναι αυτό που μας κάνει να δούμε τους άλλους όχι ως κομπάρσους αλλά ως συμπρωταγωνιστές στη δική μας ζωή. Και γι’ αυτό δεν είναι ποτέ αργά. Οχι μόνο στο «παρά πέντε», αλλά και στο «και πέντε».







