Εκλεισε το τηλέφωνο και με κοίταξε με απόγνωση. Λάθος, δεν κοίταξε εμένα. Πίσω από την πλάτη μου καρφώθηκε το γυάλινο βλέμμα της. Στον τοίχο με τις «Ρίζες και τις Θύμησες», εκεί όπου κρέμονται οικογενειακές φωτογραφίες, παιδικές μας ζωγραφιές, παλιά εισιτήρια τρένων, προγράμματα θεάτρων, καθώς και η εικόνα της Αγίας Θέκλας που είχε φέρει η γιαγιά της από το Αϊβαλί. Θεωρεί τις «Ρίζες και τις Θύμησες» το αριστούργημά της. Τις παρουσίασε πρόπερσι σε ομαδική έκθεση στην Εστία Νέας Σμύρνης. Προσπάθησε να τις στείλει και στην Μπιενάλε. Τις απέρριψαν. Θα το ξαναπαλέψει.

«Ο καθηγητής έπαθε κόβιντ!» μου ανακοίνωσε πένθιμα. «Δεν πρόσεχε – ήθελα να ‘ξερα – καθόλου; Δεν φορούσε μια μάσκα, γέρος άνθρωπος;»

«Εχει συμπτώματα;»

«Οχι ιδιαίτερα. Κρυολογήματος».

«Εντάξει, θα τη σκαπουλάρει…»

«”Πάρτε τα φάρμακά σας και ελάτε!” τον ικέτεψα…»

«Πού να ‘ρθει;»

«Εδώ. Το βράδυ».

«Να μας κολλήσει όλους;»

«Σιγά καλέ! Εχει κανείς μας υποκείμενο νόσημα για να κινδυνεύει;»

«Τρελάθηκες, Σαβίνα;»

«Και ο καθηγητής αυτό μου είπε… Τζάμπα μάλλιασε η γλώσσα μου. Κάποτε έπεφτε στα πόδια μου, “για σας, μικρή κυπαρισσένια, πάω και στην Κόλαση!” μου ορκιζόταν. Θυμάσαι τις ερωτικές του εξομολογήσεις – πάντα στον πληθυντικό – που τις διαβάζαμε και γελάγαμε όταν τα είχαμε πρωτοφτιάξει;»

«Πάνε είκοσι πέντε χρόνια!»

«Τι εννοείς, Μισέλ; Οτι πέρασε η μπογιά μου;»

«Κάνε υπομονή καμιά βδομάδα να συνέλθει και βγαίνετε ύστερα ραντεβού».

«Αστειεύεσαι;»

«Εχω άλλη επιλογή;»

«Απόψε έπρεπε να ‘ρθει! Δεν καταλαβαίνεις; Χωρίς τον καθηγητή θα είμαστε δεκατρείς!»

Δεν τη λες γενικά προληπτική τη Σαβίνα. Ούτε τις μαύρες γάτες φοβάται. Ούτε κάτω από σκαλωσιές αποφεύγει να περνάει. Δεκατρείς άνθρωποι όμως γύρω από ένα τραπέζι σημαίνει – το πιστεύει απόλυτα – τρομερή γρουσουζιά. Αρρώστια, θάνατος, χρεοκοπία στην καλύτερη. Πόσω δε μάλλον σε τραπέζι ρεβεγιόν. Δεκατρείς ήταν οι μαθητές μαζί με τον Χριστό στον Μυστικό Δείπνο. Και είδαμε τα αποτελέσματα…

«Ο Ιούδας πάντως» προσπάθησα να της αλλάξω γνώμη «δεν κάθισε στο φαγητό. Αντε να δοκίμασε κάνα ορεκτικό. Εσπευσε έπειτα να προδώσει τον Κύριο…»

«Κόψε την πλάκα επιτέλους, Μιχαλάκη! Καιγόμαστε! Αμα δεν βρούμε δέκατο τέταρτο, σκατά θα πάει όλη η χρονιά! Κλάψ’ το το 2026!»

Το εννοούσε, έτρεμε σχεδόν. Ικανή την είχα να τη ματαιώσει τη γιορτή, που την ετοίμαζε έναν μήνα.

«Πώς να τον βρούμε τον δέκατο τέταρτο, έξι ώρες πριν;»

«Εδώ σε θέλω…»

«Υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος να μην έχει κανονίσει πού θα αλλάξει τη χρονιά;»

Ανοιξε τον κατάλογο του κινητού της. Βάλθηκε να τηλεφωνεί σε πιθανούς και απίθανους. Σε μια γριά της θεία – δεν το σήκωσε – «ίσως να έχει πεθάνει…» Σε έναν τεχνοκριτικό που την είχε καταθάψει – «ελάτε να καπνίσουμε την πίπα της ειρήνης!» – ο τύπος νόμιζε ότι του έκανε πλάκα. Στον διαχειριστή της πολυκατοικίας μας, «έχουμε κι εμείς, κυρία Σαβίνα, μια μαζωξούλα, θα περάσουμε μετά την αλλαγή του χρόνου, να σας φέρουμε και κουραμπιέδες που έφτιαξε η γυναίκα μου».

«Τι θα απογίνουμε;» έτρωγε τα νύχια της. «Λες να νοικιάζουν κάπου καλεσμένους; Κουνήσου ρε Μιχάλη! Βγες, φέρε κάποιον απ’ τον δρόμο! Εναν άστεγο, μια οικογένεια αστέγων, περισσεύει φαγητό, πού είναι η κοινωνική ευθύνη μας;»

«Πήγαινε εσύ, Σαβίνα. Με όποιον κι αν επιστρέψεις, εγώ θα σας δώσω την ευχή μου…»

Δεν έχουμε – αν και καλλιτέχνες – τέτοια τρέλα. Είμαστε κατά βάθος συμβατικοί, συντηρητικοί άνθρωποι. Οριοθετημένοι, για να το θέσω επιεικέστερα.

«Γιατί δεν ακυρώνεις κάποιον από τους καλεσμένους μας; Οσο πιο εξωφρενική δικαιολογία του ξεφουρνίσεις, τόσο πιο πιθανό να την πιστέψει…»

Μετάνιωσα και που το πρότεινα. Για ανθρώπους σαν κι εμάς, χωρίς παιδιά, οι φίλοι μας είναι η οικογένειά μας. Εναν έναν τους έχει μαζέψει η Σαβίνα, απολαμβάνοντάς τους στα εύκολα, δοκιμάζοντάς τους στα δύσκολα.

Η κολλητή της, η Φυλλιώ, με τον δικαστή σύζυγο και τη θεούσα, ελαφρώς καθυστερημένη, αδελφή της που την παίρνει πάντα μαζί. Οι κουμπάροι μας, οι Γουρδομανώληδες, ξενέρωτοι του κερατά, τους νιώθουμε όμως αίμα μας. Ο Λάκης, που αλλάζει ταίρι κάθε εξάμηνο, τώρα έχει ζευγαρώσει με έναν πρώην παπά. Η Σταματία και ο Μάρκος, ακτινολόγα και φυσικοθεραπευτής. Τα έχω κρυφά με τη Σταματία από το 2017. Στην αρχή ήταν πάθος, είχαμε πάρει σβάρνα τα ημιδιαμονής, σκεφτόμασταν μέχρι και να χωρίσουμε. Σταδιακά η καψούρα εξατμίστηκε, μένει ωστόσο – μας κρατάει – η αίσθηση του παράνομου. Της εφηβικής σκανταλιάς. Ο επιτυχημένος το πάλαι δημοσιογράφος, με δική του εκπομπή στην ΕΤ3, Ναπολέων Χαμουτζής – οι παλιότεροι ίσως να τον θυμούνται. Και η γυναίκα του η Σάντι, που κάποτε ήταν καλλονή, έχει παχύνει όμως σαράντα κιλά, μοιάζει με ψάρι – φούσκα.

Ποιον τους να φτύσει η Σαβίνα, παραμονή Πρωτοχρονιάς; Τον Μάρκο μήπως, που όταν στραμπούληξε το πόδι της σκαρφαλώνοντας στο Σινικό Τείχος, τη σήκωσε επί δυο χιλιόμετρα στην αγκαλιά του; – εγώ είχα μείνει πίσω, ζαχάρωνα με τη Σταμάτα. Ή τη Σάντι, που τράβηξαν ταυτόχρονα σχεδόν το ζόρι των χημειοθεραπειών, καθάρισαν – να ‘ναι καλά – κι οι δυο, πηγαίνουν από τότε εθελόντριες στον Αγιο Σάββα και συμπαραστέκονται στους καρκινοπαθείς.

«Θα φύγω εγώ» είπα ξαφνικά.

«Τι εννοείς;»

«Αν είναι να καταστραφεί η βραδιά, θα αλλάξω κάπου έξω τον χρόνο. Και μετά, αφού αποφάτε, θα επιστρέψω…»

Γούρλωσε. Περίμενα να με συγχαρεί για την αυτοθυσία μου κι έπειτα να με αποτρέψει. «Σου ‘στρίψε, αγάπη μου;» να μου πει κι ακαριαία να ξεπεράσει τη δεισιδαιμονία της. «Με τι αηδίες τρώγομαι;» να μουτζωθεί, «και δεκατρείς καλοί χωράνε!»

Κούνια που με κούναγε.

«Το λες αλήθεια, Μιχάλη; Για αυτό σε αγαπώ!» με φίλησε σκαστά στα χείλη. Ενα τεράστιο βάρος είχε φύγει από πάνω της. Τέτοια ανακούφιση αισθανόταν, που άναψε μέσα στο σαλόνι τσιγάρο. Ενώ η ίδια έχει επιβάλει να βγαίνουμε για να φουμάρουμε στη βεράντα. «Και πού θα πας; Και πού θα πούμε ότι πας στους καλεσμένους;»

«Ξέρω κι εγώ; Στη μάνα μου;» Η μαμά μου έχει αλτσχάιμερ, δεν αναγνωρίζει πια ούτε τον εαυτό της, άσε που κοιμάται δεκαοχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο. Αν έσκαγα μύτη στο πατρικό μου, θα έκανα παρέα με τη Γεωργιανή.

«Δυσάρεστο μού ακούγεται. Ακομψο… Θα ισχυριστούμε πως σε ικέτεψε ο Νταλάρας, να παίξεις στο σχήμα του. Οτι αρρώστησε ο κιθαρίστας. Πού εμφανίζεται φέτος ο Νταλάρας;»

«Δεν έχω ιδέα».

«Φίλοι δεν είστε;»

«Εχω να τον δω από το 2001».

«Εντάξει, σε θυμήθηκε στην ανάγκη του. Θα το χάψουν. Θα ανέβεις και στα μάτια τους!»

Εμοιαζε τρισευτυχισμένη, γελούσε σαν κοριτσάκι. Κι εγώ δεν ήμουν ακριβώς δυστυχής.

Ανοίγει κάποτε, εκεί που δεν τον περιμένεις, μια ρωγμή. Αστραπιαία μεγαλώνει, βαθαίνει… Κόβει τη ζωή σου ολόκληρη στα δύο. Κινδυνεύεις να πανικοβληθείς. Να σου ‘ρθει κόλπος, να πεθάνεις. Μπορείς όμως να το δεις κι αλλιώς. «Καμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο…» γράφει ένας ποιητής, ο Εμπειρίκος αν δεν κάνω λάθος. Υπήρχε μέσα μου εκείνος ο πόθος, σιγόκαιγε ποιος ξέρει από πότε. Τον συνειδητοποιούσα εντελώς ξαφνικά. Αφ’ ης στιγμής πήρα – εκών, άκων – την απόφαση να φύγω, δεν θα επέστρεφα ποτέ. Ο καταραμένος αριθμός δεκατρία λειτούργησε για μένα ως η τέλεια αφορμή.

Δεν βιάστηκα. Δεν το έβαλα στα πόδια. Οι καλεσμένοι θα αριβάριζαν στις εννέα. Πήρα τη σιέστα μου, μπήκα στο μπάνιο, λούστηκα, ξυρίστηκα κόντρα, ψαλίδισα τις τρίχες που βγαίνουν από τα αφτιά μου. Η Σαβίνα πιστεύει ότι στις γιορτές πρέπει να ντυνόμαστε στην πένα, ακόμα κι αν δεν ξεμυτίζουμε από το σπίτι. Επάνω στο κρεβάτι είχε απλώσει, στη δική μου πλευρά, το μπλέιζερ σακάκι και το γκρίζο παντελόνι. Και γραβάτα, παρακαλώ. Βυσσινιά. Στη δικιά της, το τιρκουάζ φουστάνι που την κάνει να μοιάζει με πελώριο, όμορφο σκαθάρι. Σιγά μην κοστουμαριζόμουν. Οταν σαλτάρεις στο κενό, πρέπει να νιώθεις εντελώς άνετα. Τζιν φόρεσα. Και το μαύρο, χουχουλιάρικο, πουλόβερ μου.

Τσίμπησα, όρθιος στην κουζίνα, δυο μπουκιές χοιρινό με σέλινο. Και ένα κομμάτι πρασοτυρόπιτα, μούρλια την κάνει η Σαβίνα, θα μου λείψει. Την αποχαιρέτησα με μια ζεστή αγκαλιά – ούτε με ρώτησε πώς σκόπευα να περάσω τις επόμενες ώρες – «μόλις σηκωθούμε από το τραπέζι, θα σου τηλεφωνήσω να επιστρέψεις…» «Μα θα σολάρω στου Νταλάρα!» «Σωστά. Θα δώσω λοιπόν στους φίλους μας τις πιο θερμές ευχές σου για το 2026».

Νομίζω πως ακόμα κι αν της έλεγα ότι δεν θα ξαναπατούσα εκεί μέσα, θα σοκαριζόταν μεν, δεν θα άλλαζε δε στάση. «Αδειασέ μας, Μιχαλάκη, τώρα τη γωνιά» θα σκεφτόταν. «Κι έπειτα θα σε ξαναφέρω στα νερά μου…» Αυτή η κτηνώδης της αυτοπεποίθηση, το αίσθημα της ιδιοκτησίας πάνω μου, ανέκαθεν με εξόργιζε. Τώρα περισσότερο από ποτέ. Ηθελα να βροντήξω πίσω μου την πόρτα. Δεν το ‘κανα, εννοείται.

Η ώρα ήταν οκτώ και πενήντα δύο. Μπήκα στον πειρασμό, να κάτσω στο αμάξι μου, στην πιλοτή, και να παρακολουθήσω την άφιξη των μουσαφίρηδων. Την ώρα που θα ξεκαβαλούσε η Σταματία – ναι, ο Μάρκος είναι μηχανόβιος –, να πεταχτώ μπροστά της και να την προσκαλέσω – προκαλέσω να με ακολουθήσει στο άγνωστο. Θα κώλωνε, είμαι βέβαιος. Ευτυχώς για μένα.

Πάρκαρα για κάνα μισάωρο έξω από το ωδείο μου. Πώς τον είχα στήσει – με τι κότσια και τι ζόρια – εκείνον τον ναΐσκο των Μουσών σε μία γειτονιά κάργα ακούλτουρη; Που οι κάτοικοί της μερακλώνουν με σκυλάδικα, στην καλύτερη με παλιά λαϊκά; Με πόσα φούμαρα είχα φουσκώσει τα μυαλά τόσων γονιών ότι ο κανακάρης ή η μοσχοθυγατέρα τους διέθεταν ταλέντο, χάρισμα; Τους έψηνα μέχρι και να αγοράσουν πιάνο, αρμόνιο έστω – τους έστελνα στον δικό μου έμπορο για καλύτερη δήθεν τιμή, από κάθε πώληση μου έδινε ο Φραγκίσκος καλό ποσοστό. Τι το όφελος; Το ωδείο είναι καταχρεωμένο. Τραβούσα, είναι αλήθεια, από το ταμείο για τα γούστα μου, μπέρδευα συχνά τον τζίρο με το κέρδος. Καλά ξεμπερδέματα, κυρα-Σαβίνα, με τις τράπεζες!

Οδήγησα μέχρι το αεροδρόμιο. Είχα μια γελοία παρόρμηση να μπω στην πρώτη πτήση και να προσγειωθώ στην Κούβα, στην Ταϊλάνδη – να κάνω τι εκεί πέρα; Σεξοτουρισμό; Αυτό με μάρανε. Ασε που τα εξωτικά ταξίδια τα έχω συνδέσει με τον έγγαμο βίο. Γιατροσόφια τα θεωρώ για την πλήξη. Χαμήλωσα ταχύτητα έξω από τις Αναχωρήσεις, μόνο και μόνο για χαζέψω τους στολισμούς – από παιδάκι με έφτιαχναν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, οι αγιοβασίληδες, τα λαμπιόνια… Μου ζέσταιναν την ψυχή. Ξαναγκάζωσα. Πήρα την Αττική Οδό για Ελευσίνα.

Μετεωριζόμουν στην έρημη άσφαλτο, άλλαζα παιχνιδιάρικα λωρίδες, είχα χάσει σχεδόν την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Πάρα πολύ γούσταρα. Τραγούδησα στη διαπασών το «Una Fortiva Lacrima» από την όπερα «Το Ελιξίριο του Ερωτα». «Di pίù non chiedo, non chiedo». «Δεν ζητώ πλέον τίποτα». «Si può morire! Si può morir d’amor…» «Καθένας μπορεί να πεθάνει από αγάπη…» Τα μάτια μου είχαν γίνει βρύσες. Μια εντελώς αλλόκοτη ευτυχία με συντάραζε.

Σε ένα βουνό, προς τα Ανω Λιόσια μάλλον, άρχισε να χιονίζει. Ανοιξα τέντα το παράθυρο, έβγαλα το χέρι μου – όχι δεν ήταν νιφάδες, στάχτες ήταν, έκαιγαν άραγε τα σκουπίδια στη χωματερή; Βγήκα από το αυτοκίνητο, να ξεμουδιάσω. Πάνω από το κεφάλι μου φτερούγιζαν γλάροι. Ενα αλλόκοτο ιώδες φως με τύλιξε. Εβγαινε από χαμηλά. Ακτινοβολούσαν, λες, το χώμα και οι πέτρες.

Τότε τους είδα. Φάνηκαν απ’ το βάθος μιας μικρής κοιλάδας. Ανηφόριζαν σε πομπή, με πυρσούς και φαναράκια στα χέρια. Ολοι όσοι είχαν πέσει στη ρωγμή της ζωής. Που δεν τους πόθησε αληθινά κανείς, ποτέ. Που τους είχαν για έπιπλα, για άλλοθι, για μοχλούς, ενίοτε και για τρόπαια. Ανθρωποι κάθε όψης και ηλικίας. Καλοβαλμένες κυρίες, ακάματοι κουβαλητές, ρομαντικοί αγωνιστές, χρήσιμοι ηλίθιοι. Λύσεις ανάγκης, κορίτσια της συγγνώμης, γρανάζια της παραγωγής, κομπάρσοι της ζωής. Μωρά που πιάστηκαν από ατύχημα και κρατήθηκαν από οίκτο. Δέκατοι τρίτοι σε γιορτινά τραπέζια, η παρουσία τους έφερνε γρουσουζιά, αν έβρισκαν το τακτ να φύγουν, θα πίναμε ένα ποτήρι στην υγεία τους…

Κοίταξα το ρολόι μου, δώδεκα και εφτά λεπτά – πότε είχε αλλάξει ερήμην μου η χρονιά; Αναψα τον φακό του κινητού για να φέγγω κι εγώ. Κι έτρεξα να ενωθώ με την πομπή.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.