Πότε δεν πίστευε ότι θα ερμήνευε αυτόν τον ρόλο. Η πρώτη του επαφή με το έργο έγινε νωρίς, σχεδόν στην αρχή της διαδρομής του, μέσα από μια μικρή συμμετοχή. Τότε ένιωσε ότι για να σταθεί κανείς απέναντι στον Ιωάννη τον Βαπτιστή απαιτείται φωνητική δύναμη, βαθιά καλλιτεχνική εμπειρία, εσωτερική συγκρότηση και χρόνος. «Αυτός είναι ο λόγος που πέρασαν τόσα χρόνια μέχρι να τον τραγουδήσω. Τον τραγουδώ τώρα, στην ωριμότητά μου», λέει σήμερα ο Δημήτρης Τηλιακός. Ο ρόλος τού είχε προταθεί πριν από περίπου δέκα χρόνια, αλλά αρνήθηκε διότι και πάλι δεν αισθάνθηκε έτοιμος. Η πρόσφατη πρόταση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Λουκά Καρυτινού, να του εμπιστευτεί τον ρόλο, τον βρήκε σε μια στιγμή εσωτερικής διαθεσιμότητας. Τη θεωρεί ένα σοβαρό εγχείρημα, τόσο για τον ίδιο όσο και για την ΚΟΑ, που καλείται να φέρει εις πέρας ένα έργο υψηλών απαιτήσεων.

Τι του δίνει σήμερα τη βεβαιότητα; «Μια γερή τεχνική βάση και εμπειρία από περισσότερους από εβδομήντα πέντε πρωταγωνιστικούς ρόλους, σε ένα ευρύ φάσμα ρεπερτορίου, από το μπαρόκ μέχρι τον 20ό αιώνα. Ολη αυτή η πορεία μού έδωσε μια τεράστια εμπειρία, που νομίζω ότι καθρεφτίζεται στον τρόπο που τραγουδάω». Πιο σημαντικό, όμως, από την τεχνική είναι, όπως λέει, η ηρεμία, ο μεγαλύτερος συντονισμός με τον εαυτό του και η αποδοχή της περσόνας του. «Για πολλά χρόνια ο καλλιτέχνης πέφτει στην παγίδα να υπηρετεί τη μάσκα του. Αυτό που έχω τώρα είναι η ανάγκη να πλησιάσω περισσότερο τον εαυτό μου. Είναι σαν ένα εργαστήρι ανακύκλωσης πνευματικής ενέργειας».

«ΜΟΡΦΗ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ». Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στη «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους, που βασίζεται στο κείμενο του Οσκαρ Ουάιλντ, εισβάλλει ως μια ασυμβίβαστη παρουσία σε έναν κόσμο ηθικής και υπαρξιακής κατάρρευσης. Ο Δ. Τηλιακός μιλά για μια μορφή «από πέτρα», για μια παρουσία που δεν διαπραγματεύεται, αλλά και για τη βαθιά ανθρώπινη ευαλωτότητα που κρύβεται πίσω από την αδιαλλαξία του προφήτη. Πώς μπορεί να αποδοθεί μουσικά αυτή η σχεδόν απόλυτη καθαρότητα και σταθερότητα μέσα σε ένα περιβάλλον που παραπαίει; «Πρόκειται πρωτίστως για μουσική διαφοροποίηση. Ο Ιωάννης δεν ανήκει στον κόσμο της αυλής του Ηρώδη. Δεν συνδιαλέγεται ούτε μουσικά ούτε δραματουργικά μαζί του. Λειτουργεί σαν ένα παράλληλο σύμπαν. Είναι ένας βράχος. Μεταφέρει τον λόγο του Θεού και δεν διαπραγματεύεται. Οι κραυγές του από το πηγάδι δεν συντονίζονται διόλου με το υπόλοιπο γίγνεσθαι στην αυλή του παλατιού». Αυτή η διαφορετική φωνή, τόσο στο κείμενο του Ουάιλντ όσο και στη μουσική του Στράους, μοιάζει να υπογραμμίζει την πνευματικότητα μέσα σε ένα απολύτως διεφθαρμένο περιβάλλον.

Για τον Τηλιακό, ο πυρήνας του έργου είναι η σύγκρουση δύο πόλων: της βέβηλης, αρρωστημένης ηδονής, του ασκητισμού και της αδιάλλακτης πίστης. «Η Σαλώμη και ο Ιωάννης είναι δύο όψεις της ίδιας συνθήκης», λέει, τονίζοντας ότι αυτή η σύγκρουση κατοικεί μέσα σε κάθε άνθρωπο και στον ίδιο. Στο έργο, βέβαια, εμφανίζεται στην πιο ακραία της μορφή «από τη μια η κατάχρηση εξουσίας, η βία και η νεκροφιλία, από την άλλη ένας ασκητής που τολμά να διατυπώσει ακραίες θέσεις για τον κόσμο και το κακό».

Η αμετακίνητη στάση του Ιωάννη απέναντι στη Σαλώμη γεννά αναπόφευκτα ερωτήματα. Γιατί δεν την κοιτάζει ποτέ; Η απάντηση του σπουδαίου βαρύτονου απομακρύνεται από την εύκολη αγιογραφία. «Ο Ιωάννης δεν γυρίζει ούτε καν να την κοιτάξει. Την απορρίπτει ακόμη και ως ματιά. Ισως όμως αυτό να κρύβει και τη δική του ευαλωτότητα. Αν την κοιτάξει, ίσως φοβάται ότι θα γίνει έρμαιο του ίδιου του εαυτού του». Συνεπώς θα παρατηρούσε κανείς ότι η αδιαλλαξία, δεν είναι μόνο θεϊκή επιβολή αλλά και μηχανισμός αυτοπροστασίας.

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ. Σ’ έναν κόσμο που συνθλίβεται – η εξουσία, οι σχέσεις, ακόμη και οι πιο αθώοι χαρακτήρες – η αποσύνθεση είναι καθολική. Η Σαλώμη αδυνατεί να διαχειριστεί το τραύμα της. «Η απόρριψη μπορεί να πάρει τερατώδεις διαστάσεις μέσα μας» τονίζει ο Δ. Τηλιακός. «Ο Ιωάννης ακολουθεί αδιάλλακτα τον δρόμο του Θεού. Η εμμονή της Σαλώμης γίνεται καταστροφική διότι δεν αντέχει την ήττα της. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στην πιο ακραία πράξη της, διακρίνει ένα στρεβλό αίτημα αγάπης. Τη στιγμή που κρατά το κεφάλι του Ιωάννη λέγοντάς του πως αν την είχε κοιτάξει θα αντιλαμβανόταν πόσο βαθιά τον αγαπά, μια αρρωστημένη, σκοτεινή μορφή αγάπης μιλά, όχι μόνο ο πόθος.

Οταν τον ρωτώ αν βλέπει τον Ιωάννη ως άνθρωπο ή ως θεϊκό σύμβολο απαντά χωρίς περιστροφές «Ως άνθρωπο. Εναν φτωχό, έναν περιπλανώμενο, έναν άνθρωπο του σήμερα. Κάποιον που μπορεί να μπει στο μετρό και να πει δυο φράσεις που σε συνταράσσουν, κι εσύ να αποστρέψεις το βλέμμα». Η αυλή του Ηρώδη, επιμένει, υπάρχει ακόμη. Η εξουσία που σαπίζει, η φίμωση όσων αντιστέκονται, είναι απολύτως σύγχρονες καταστάσεις. Γι’ αυτό και τα μεγάλα έργα τέχνης δεν είναι μουσειακά αντικείμενα, αλλά ζωντανά εργαλεία κατανόησης του παρόντος χρόνου.

Το να ανεβαίνει κανείς στη σκηνή για να μεταφέρει τέτοια έργα δεν είναι απλώς καλλιτεχνικό γεγονός, αλλά βαθιά ηθική πράξη. «Η ευθύνη είναι τεράστια. Οχι για τη φωνή είναι το μέσο. Η ευθύνη είναι απέναντι στο ίδιο το έργο. Να φύγει ο κόσμος έχοντας πάρει κάτι ουσιαστικό μαζί του». Σήμερα, αυτή η ευθύνη δεν τον βαραίνει. Τη βιώνει ως ευλογία που τον φέρνει πιο κοντά όχι μόνο στον ρόλο του Ιωάννη, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό.