Η νέα κυπριακή πολιτική που βρίσκεται σε εξέλιξη θέτει φιλόδοξους στόχους, πλην όμως σε λίαν προβληματικά θεμέλια. Ενα εξ αυτών, είναι η κατ’ αρχήν ορθώς επιζητούμενη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ, πλην δυστυχώς απροσπέλαστη χωρίς το «ναι» της Τουρκίας. Που δεν θα εξασφαλιστεί, σήμερα, με κανένα τρόπο χωρίς τη θέλησή της.
Η Αγκυρα θα μπορούσε όμως να την αποκτήσει. Πώς; Θα δεχόταν όχι ένα, αλλά δύο κυπριακά κράτη στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα. Συνεπώς, η πάλαι ποτέ επιτακτικά ορθή στόχευση που ο Μακάριος πεισματικά αρνήθηκε, μπορεί τώρα να εξελιχθεί σε κίνδυνο, καθώς ουδείς φυσικά θα πιέσει αποτελεσματικά την Τουρκία, αλλά πολύ ευχερέστερα την Κύπρο και την Ελλάδα, ιδίως σε δικό τους αίτημα.
Παράλληλα, οι συνομιλίες χωρίς ελπίδα της Λευκωσίας με τον νέο κατοχικό ηγέτη συνιστούν επιτομή ψευδαίσθησης. Ουδέποτε αυτός πρόκειται να κινηθεί στο ελάχιστο έξω από τις γραμμές της Αγκυρας. Ουδέποτε συνέβη μέχρι σήμερα, ουδέποτε θα συμβεί στο μέλλον. Αλλωστε η Τουρκία ενισχύει διαρκώς τη στρατιωτική της παρουσία στα Κατεχόμενα τα οποία άπαντες de facto επί μισό αιώνα αποδέχονται.
Ταυτόχρονα, η Λευκωσία υπέγραψε συμφωνία με τον Λίβανο για την ΑΟΖ. Υπό κανονικές συνθήκες θα επρόκειτο περίπου για κίνηση ματ έναντι των τουρκικών σχεδιασμών. Ομως οι συνθήκες μόνον κανονικές δεν είναι. Ουσιαστικά, όλα αυτά κρίνονται τελικά στην απειλή και τη δύναμη των όπλων, τα οποία δεν διαθέτουν ούτε η Κυπριακή Δημοκρατία, ούτε ο Λίβανος, τουλάχιστον σε συσχετισμό με την Τουρκία. Αλλιώς, πρόκειται για γράμμα κενό. Κάτι που ακόμα και η Ελλάδα γνωρίζει πολύ καλά εδώ και δεκαετίες με τα δώδεκα μίλια, αν και διαθέτει στρατιωτική ισχύ.
Η ενέργεια, που υποκρύπτεται στην υπογραφή τέτοιων συμφωνιών ως το στοιχείο που θα παράξει ισχύ υπέρ τους, δεν θα το καταφέρει: ουδείς θα επενδύσει τελικά σε τόσο έντονα αμφισβητούμενες ζώνες στην κρίσιμη στιγμή, εκτός και αν πάψουν να είναι τέτοιες. Και αυτό γίνεται με τρεις τρόπους:
Ο πρώτος, είναι να σταματήσει την Τουρκία η ίδια η Κύπρος, ή, έστω, μαζί με την Ελλάδα. Προδήλως, δεν θα συμβεί.
Ο δεύτερος, είναι να αποσυρθεί η ίδια η Τουρκία από τις απαιτήσεις της. Επίσης δεν θα συμβεί.
Ο τρίτος, θα ήταν να διαμορφωθούν οι κατάλληλες γι’ αυτόν το σκοπό διεθνείς συμμαχίες. Αυτό, θεωρητικά, είναι πιθανό. Στην πράξη; Καμία ευρωπαϊκή χώρα, ούτε βέβαια οι Ηνωμένες Πολιτείες, ουδέποτε θα συγκρουστούν με την Αγκυρα για την Κύπρο, με ή χωρίς φυσικούς πόρους. Αν απαιτηθεί θα βρουν λύση πάνω από αυτή.
Ο μόνος σύμμαχος που πραγματικά διαθέτει ισχύ, και ενδεχομένως βούληση, να αλλάξει τα δεδομένα, είναι το Ισραήλ. Ομως εδώ επίσης υπάρχουν προϋποθέσεις, όπως να μην αποδώσουν οι αμερικανικές προσπάθειες γεφύρωσης του χάσματος της χώρας με την Τουρκία, ή να μην αλλάξει η ισραηλινή πολιτική, πράγμα διόλου απίθανο έπειτα από ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή, αν επέλθει τέτοια, ή να μη μαζευτεί τότε κάπως και η Αγκυρα. Συνεπώς και αυτό παραμένει terra incognita, κάνοντας ακόμη επιτακτικότερο το ερώτημα: Quo vadis Κύπρος;







