Βιέννη, Δεκέμβριος 2025: ένα εκθεσιακό γεγονός που αφορά το ντιζάιν, τη μόδα και το αρχείο ενός πρωτοπόρου αυστριακού σχεδιαστή τοποθετεί στο επίκεντρο της συζήτησης την ουσία των ρούχων. Οπως τότε που ο Χέλμουτ Λανγκ δημιούργησε το στυλ της αναδυόμενης δημιουργικής γενιάς της δεκαετίας του 1990. Ενα στυλ υφασμένο από αντιφάσεις: καθαρό και σύνθετο, μινιμαλιστικό και επικό, μοντέρνο αλλά βαθιά ριζωμένο στις παραδόσεις της ένδυσης. Το βιεννέζικο ΜΑΚ – Μουσείο Εφαρμοσμένων Τεχνών, το οποίο από το 2011 απέκτησε το μεγαλύτερο και μοναδικό επίσημο αρχείο αφιερωμένο στο έργο του, εγκαινίασε την έκθεση «Helmut Lang. Séance de travail 1986-2005 / Excerpts from the MAK Helmut Lang Archive» προβάλλοντας τα παρασκήνια της σχεδιαστικής σκέψης του, τη διεργασία γύρω από την ετοιμασία, καταγραφή, παρουσίαση, επικοινωνία των ανδρικών και γυναικείων συλλογών του, εστιάζοντας στην ανατρεπτική του προσέγγιση.
Εκεί στους κυκλοφοριακά εύρυθμους δρόμους της Βιέννης γύρω από το ΜΑΚ, τα πανό της έκθεσης σκαρφαλωμένα πάνω από τις οροφές των λεωφορείων και των τραμ της πόλης παιανίζουν τη συμβολική επιστροφή του Χέλμουτ Λανγκ στη γενέτειρά του. Από τα πρώτα χρόνια της ξεχωριστής διαδρομής του ανέπτυξε την πεποίθηση ότι το ντιζάιν του ρούχου διαμορφώνει την ταυτότητα του ατόμου. Αυτή η πεποίθησή του τον συνέδεε με τον πυρήνα των μοντερνιστών της σχολής του Bauhaus που από το 1919 ασχολήθηκαν με την παραγωγή ενδυμάτων αναζητώντας μια καινούργια δυναμική γλώσσα για να απευθυνθούν σε ένα ακροατήριο απομακρυσμένο από την εκζήτηση της υψηλής ραπτικής. Εκείνα τα ρούχα των πρώτων μοντερνιστών θεωρήθηκαν λειτουργικά αντικείμενα ως μορφές που ακολουθούν το σώμα και εκφράζουν το πνεύμα του.
Η κληρονομιά αυτής της αισθητικής θεώρησης έφερε ρούχα προσεκτικά σχεδιασμένα και προσιτά, που έγιναν τμήμα της καθημερινής ζωής απηχώντας μια όψη της νεωτερικότητας. Και στη γραμματική του στυλ που εισήγαγε ο συμπατριώτης του αρχιτέκτονας Αντολφ Λόος καταδικάζοντας την περιττή διακόσμηση, ο Χέλμουτ Λανγκ βρήκε τον δρόμο του μέσα στο πνεύμα της εποχής του, στα τέλη του ’80 – αρχές του ’90. Ο νεαρός Λανγκ, όταν βιοποριζόταν ως σερβιτόρος στα καφέ της Βιέννης, ανέπτυξε την ικανότητα της παρατήρησης ψυχογραφώντας το πλήθος των θαμώνων, εντοπίζοντας τις διαφοροποιήσεις της διάθεσης μέσα στην ηδονιστική ατμόσφαιρα των χώρων διασκέδασης.
Ο ίδιος είχε έμφυτη ροπή στην κομψότητα, αγάπη στα αδρά τζιν υφάσματα και στην επεξεργασία του δέρματος. Και με την προσδιορισμένη αντιφατικότητά του ξεκίνησε την αποδόμηση – όχι την κατάργηση – της κλασικής γκαρνταρόμπας, αφού δεν τον ενοχλούσε η γραμμή αλλά η λειτουργία του ρούχου.
Αυτή θα αναζητήσει δημιουργώντας συλλογές και από τις πρώτες του ειδικές παραγγελίες στη Βιέννη θα φτάσει στο Παρίσι παρουσιάζοντας σε ανήκουστους για τον κόσμο της μόδας χώρους τις ανάμεικτες, ανδρικές και γυναικείες, δημιουργίες του. Ενώ το 1998 δηλώνει έτοιμος να συναντήσει τη νέα πραγματικότητα του World Wide Web και τη διάχυση της πληροφορίας στέλνοντας, αντί για προσκλήσεις σε σόου, CD-Rom με εικόνες και βίντεο των συλλογών του. Το ρούχο στον Helmut Lang ορίζεται από τη λειτουργία που επιτελεί: προστασία, κίνηση του σώματος, αποκάλυψη και απόκρυψή του, απογύμνωση της δομής του σχεδιασμού. Παράλληλα, με τη σημασία που δίνει στη χρήση βιομηχανικών υλικών (Kevlar, νάιλον στρατιωτικών στολών, συνθετικές ίνες) εμπλουτίζει τις συλλογές του με τζάκετ, σακάκια, παλτά, των οποίων οι λειτουργικές ιδιότητες προσφέρουν αντοχή, προστασία, ευκινησία. Αυτή η λειτουργικότητα γίνεται η ουσία του ενδύματός του. Το λεξιλόγιό του ταιριάζει στους ανθρώπους των πόλεων που περνάνε σε άλλους ρυθμούς ζωής και φορώντας τα ρούχα του, αυτά τα πολυεργαλεία επιβίωσης και προσδιορισμού ταυτότητας, κινούνται ανάμεσα σε ρυθμούς εξειδίκευσης, αποπροσωποποίησης και λειτουργικότητας και καταφέρνουν να υπογραμμίσουν λεπτές μορφές διαφοροποίησης.


