Κατά τη δεκαετία του ‘80, στη διάρκεια των σπουδών μας στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, οι εικόνες από το σπίτι του Φρανκ Γκέρι στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας ήταν ένα «παράνομο» υλικό, που κυκλοφορούσε μεταξύ λίγων αιρετικών σπουδαστών, που ασφυκτιούσαν μέσα στο κυρίαρχο τότε παράδειγμα του συντηρητικού, ξεθυμασμένου, μεταπολεμικού μοντερνισμού.
Σε αντίθεση με τη μοντερνιστική μορφοκρατία της εποχής, οι εικόνες αυτής της μικρής προσθήκης, που ο αρχιτέκτονας σχεδίασε και κατοίκησε στα πενήντα του χρόνια, ήταν κάτι σαν παράνομο αρχιτεκτονικό πορνό για τον κυρίαρχο αρχιτεκτονικό λόγο.
Επρόκειτο για ένα σπίτι-προσθήκη, σχετικά φτηνό στην υλοποίησή του, γεμάτο εικόνες και ιδέες από μία τοπική, λαϊκή αρχιτεκτονική των αυθαιρέτων των λατίνων μεταναστών και των βιομηχανικών ερειπίων της Καλιφόρνιας του εβδομήντα.
Οι εικόνες του συναντιόνταν στα μάτια μου τότε με τις εικόνες από τα αυθαίρετα κτίσματα του Περάματος, που οικοδομούσαν μαστόροι που ταυτόχρονα δούλευαν στα ναυπηγεία της περιοχής, και κάποιοι δάσκαλοι του Μετσοβίου, έξω από το κυρίαρχο αφήγημα είχαν της έμπευση να μοιραστούν και να μελετήσουν μαζί με τους φοιτητές.
Από τη δεκαετία του ογδόντα έως τον θάνατό του, ο Φρανκ Γκέρι εμπνεύστηκε και καθιέρωσε μια ολόκληρη αυτοκρατορία στην επικράτεια της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Εβγαλε το γλυπτικό αντικείμενο από τις συλλογές και τα μουσεία της μεταπολεμικής Αμερικής και το μετέτρεψε σε ένα υπερμέγεθες, πανάκριβο αντικείμενο, το ποπ μνημείο της αρχιτεκτονικής, εγκαθιστώντας το σε κρίσιμα σημεία του παγκόσμιου χάρτη των μητροπόλεων.
Προϋπόθεση για να γίνει αυτό, για την περσόνα του Γκέρι, ήταν η σταθερή προσήλωση και η ταύτιση του αρχιτεκτονικού υποκειμένου με το καλλιτεχνικό υποκείμενο και ειδικά με τη γλυπτική. Συνεργάστηκε στενά για να ξεπεράσει τα όρια φίλων και ομοτέχνων του γλυπτών όπως ο Oldenburg και ο Richard Serra υπηρετώντας ένα βαθιά καλλιτεχνικό φαντασιακό, όχι πολύ μακριά από το αναγεννησιακό πρότυπο της αρχιτεκτονικής ως υψηλής τέχνης και το φαντασιακό του αρχιτέκτονα-καλλιτέχνη.
Στο γύρισμα του αιώνα, τα κτίριά του, ως υπερμεγέθη καλλιτεχνικά αντικείμενα, είχαν γίνει τοπόσημα οικουμενικής εμβέλειας, με τεράστια επισκεψιμότητα και συνέβαλαν με την παρουσία τους στην αλλαγή της οικονομίας πόλεων όπως το Μπιλμπάο στην Ισπανία.
Ταυτόχρονα, η έρευνα του γραφείου του στα αναπαραστατικά μέσα της αρχιτεκτονικής, από τις αρχές του 2000 ενίσχυσε και πρωτοστάτησε στην εξέλιξη των τεχνολογιών της εικόνας και της οικοδομικής κατασκευής με τέτοια δυναμική που εκφράστηκε ακόμα και με τη συνεργασία της αντίστοιχης εταιρείας του με την Dassault, γνωστή γαλλική εταιρεία αεροναυπηγικής στην πρωτοπορία σχεδιασμού μαχητικών αεροσκαφών.
Την εποχή της δικής μας κρίσης, αρχές της δεκαετίας του 2010 επισκέφτηκα κτίρια του Γκέρι στην Καλιφόρνια και αντιμετώπισα την εγγενώς αντιφατική πορεία του έργου του από το λαϊκό και το εναλλακτικό καλλιτεχνικό ιδίωμα προς την εκρηκτική ποπ μνημειακότητα που ακολούθησε. Στο Chiat/Day Building, σχεδιασμένο στα τέλη του ’80, ήταν εγκατεστημένα γραφεία από το κάμπους της Google.
Μια πολύ χαλαρή και ευχάριστη διάταξη των γραφείων στους λιτούς και μοντέρνους εσωτερικούς χώρους του κτιρίου επέτρεπαν να απλωθεί το τότε εναλλακτικό εργασιακό περιβάλλον της εταιρείας όπου η ψυχαγωγία, η άθληση, η κοινή ζωή, η ανάπαυση, κι η οριζόντια συνύπαρξη των εργαζπμένων χωρίς χωρικές ιεραρχήσεις μοιάζουν τώρα σαν ένα παράξενο πρελούδιο στην πορεία γιγάντωσης και κατίσχυσης της εταιρείας στον παγκόσμιο χάρτη.
Και μοιάζει τώρα, στη μνήμη μου, αυτό το «εναλλακτικό» κτίριο τόσο στη μορφή του όσο και στη χρήση του να θυμίζει μια δημοκρατική, επινοητική και ποικιλότροπη Καλιφόρνια, που δεν υπάρχει πια. Από την άλλη, η επίσκεψή μας στο Walt Disney Concert Hall στο Λος Αντζελες, έργο του 2003, ήταν ένας πραγματικός κλονισμός: τόση σπατάλη στις μορφές και τα υλικά, τόσο βαρύγδουπο χιούμορ, τόση πληθώρα του περιττού, δύσκολα θυμόμουν να έχω ξανασυντήσει στα ιστορικά, μνημειώδη ατοπήματα της αρχιτεκτονικής.
Από μια άκρη της Γης όπου βρισκόμαστε, το ύστερο, συνολικό έργο του Γκέρι μοιάζει να ανήκει στη μεγάλη στροφή της αρχιτεκτονικής προς την υπηρέτηση της ανάπτυξης σε γιγάντια, ανεξέλεγκτη κλίμακα, προς την επιτάχυνση της εξάντλησης των ορυκτών και των φυσικών πόρων εν γένει, προς την κοινωνική ανισότητα, την κυριαρχία της αυθαιρεσίας της οικουμενικής πλουτοκρατίας στην εποχή των αναδυόμενων αυτοκρατοριών.
Το παράδειγμα της ελληνικής συμμετοχής σε αυτό το οικουμενικό πρότζεκτ είναι βεβαίως το «Ελληνικό» και η προσπάθεια που γίνεται εκεί να κεφαλαιοποιηθεί η αρχιτεκτονική σε μια εσωτερική αποικιοποίηση της Αθήνας από έναν διεθνή εισερχόμενο πλούτο και το ανθρωπολογικό μοντέλο του πλουτοκρατικού κοσμοπολιτισμού.
Η αρχιτεκτονική ως γνώση, ως τέχνη και επαγγελματική πρακτική περνάει στη φάση ενός βαθιού διχασμού: από τη μια η εταιρική βιομηχανοποίηση του σχεδιασμού και της κατασκευής σε μεγάλη κλίμακα με τους αρχιτέκτονες των γραφείων σε ρόλο εξειδικευμένων εργατών των αναπαραστατικών μηχανών και από την άλλη η αρχιτεκτονική, που αναζητά πρακτικές εφαρμογές βιωσιμότητας σε μικρή, εντόπια κλίμακα.
Δεν ξέρω πόσο έχει γίνει γενικά αντιληπτό, αλλά κοιτώντας τα τελευταία έργα του Φρανκ Γκέρι, όπως είναι το Μουσικό Κέντρο YOLA στο Λος Αντζελες ή το μουσικό σχολείο του Colburn, διακρίνεται μια μεγάλη στροφή του γραφείου του προς την κοινωνία και την απλότητα. Τα κτίρια αυτά είναι απλά, χωρίς μεγαλομανείς χρήσεις οικοδομικών υλικών, με πρακτικές ανακύκλωσης και λιτό σχεδιασμό, με έμφαση στους κοινόχρηστους χώρους, υπαίθριους και κλειστούς.
Το κέντρο YOLA έχει δημιουργηθεί για την ορχήστρα των νέων «Σιμόν Μπολιβάρ», σε συνεργασία με τον μαέστρο Γκουστάβο Ντουνταμέλ, αρχικό εμπευστή της αντίστοιχης ορχήστρας νέων στη Βενεζουέλα. Τι ήθελε άραγε να κάνει ο πολυμήχανος αρχιτέκτων, ο μεγάλος γλύπτης της αρχιτεκτονικής Φράνκ Γκέρι καθώς διήνυε την ένατη δεκαετία της ζωής του; Μήπως ήθελε να θυμηθεί τον παλιό νεανικό εαυτό του, τότε, στην ευμενώς ταραγμένη Καλιφόρνια του ’60, που δρούσε και πίστευε στην κοινωνική αρχιτεκτονική σαν ένας ενεργοποιημένος σοσιαλιστής; Αν όντως πρόκειται για μια μεγάλη αν και χαμηλόφωνη στροφή αξίζει με ευμένεια να την αξιολογήσουμε.
Ο Ζήσης Κοτιώνης είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας







