Μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα, το ελληνικό ακροατήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με δύο ριζικά αντίθετες αντιλήψεις της εξωτερικής πολιτικής.

Χρονικά πρώτος ο Αλέξης Τσίπρας.

Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, η Ελλάδα καλείται «να σταθεί απέναντι στη ρωσική εισβολή αλλά και απέναντι στην αντιρωσική υστερία».

Παρεμπιπτόντως καμία ένδειξη αντιρωσικής υστερίας δεν έχει καταγραφεί ίσως σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μέσα σε τρία χρόνια πολέμου είχαμε όλη κι όλη μια ολιγάριθμη διαδήλωση έξω από τη ρωσική πρεσβεία.

Δεν το λες και υστερία.

Ο Τσίπρας όμως συνεχίζει στην ίδια ομιλία. Η Ελλάδα «επιβάλλεται να αντισταθεί στην Ευρώπη της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών» αλλά να είναι «ισχυρή και αυτοδύναμη».

Και πάντως να μην είναι «πρόθυμος και υποτελής δορυφόρος μια του ενός και μια του άλλου συμμάχου μας» (ομιλία στο Παλλάς, 3/12).

Δηλαδή η Ελλάδα θα τα κάνει όλα αυτά αλλά δεν θα είναι πραγματικά με κανέναν και εναντίον κανενός. Θα είναι απλώς «ισχυρή και αυτοδύναμη». Κάτι σαν επιτήδειος κατεργάρης ή ένας μπαγάσας που κοροϊδεύει όλη την κοινωνία.

Δεν θα είναι εύκολο. Στην παγκόσμια ιστορία έχουμε γνωρίσει κάποιους «επιτήδειους ουδέτερους» όπως η Τουρκία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά «επιτήδειους μπαγάσες», ποτέ.

Στη σοβαρή και ευγενική του εκδοχή, το δόγμα διατύπωσε πρώτος ο λόρδος Πάλμερστον στα μέσα του 19ου αιώνα. «Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους και δεν έχουμε παντοτινούς εχθρούς. Μόνο τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και παντοτινά κι αυτά τα συμφέροντα είναι καθήκον μας να ακολουθούμε».

Με αυτή τη λογική έζησε η Μεγάλη Βρετανία χωρίς μόνιμους συμμάχους ή εχθρούς για κάπου εβδομήντα χρόνια έως ότου προχώρησε στην Εγκάρδια Συνεννόηση με τη Γαλλία (1904).

Ηταν το πρώτο βήμα για τη συγκρότηση μιας σταθερής συμμαχίας, η οποία διευρυνόμενη νίκησε σε δύο Παγκόσμιους και σε έναν Ψυχρό Πόλεμο.

Αλλά ο Πάλμερστον είχε την πολυτέλεια να το λέει και να το κάνει επειδή η Μεγάλη Βρετανία της εποχής του ήταν μια παγκόσμια αυτοκρατορία στην οποία «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ». Και το μέγεθος είναι εκείνο που ξεχωρίζει έναν αυτοκράτορα από έναν κοινό μπαγαμπόντη.

Αντιθέτως και παρά την ομιλία Τσίπρα, δεν κατάλαβα ότι η Ελλάδα σήμερα είναι υποψήφια να ανακηρυχθεί παγκόσμια αυτοκρατορία. Αρα, μάλλον παίζουμε στην κατηγορία του μπαγαπόντη.

Αποτελεί κι αυτό μια ιδέα αλλά υπό μια σοβαρή προϋπόθεση. Οτι οι άλλοι είναι πρόθυμοι να τη σεβαστούν. Και οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί. Και το Ισραήλ και οι Παλαιστίνιοι. Και οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι. Αμφιβάλλω.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Κυρ. Μητσοτάκης παρουσίασε τη δική του αντίληψη για την εξωτερική πολιτική.

«Ακούω αυτή τη λέξη του προβλέψιμου συμμάχου, λες κι η ίδια η συμμαχία από μέσα της δεν έχει την έννοια της προβλεψιμότητας. Είσαι σύμμαχος γιατί συμφωνείς ότι έχει κάποιες κοινές δεσμεύσεις και αποσκοπείς σε κάποια πλεονεκτήματα από το να είσαι μέρος μιας συμφωνίας. Δεν υπάρχουν συμφωνίες α λα καρτ».

Σημείωσε ότι αυτή η αντίληψη «είναι η έκφραση στην εξωτερική πολιτική μιας τάσης ότι στην Ελλάδα έχουμε δικαιώματα αλλά δεν έχουμε υποχρεώσεις. Αρα έχουμε απαιτήσεις όλοι να μας βοηθούν αλλά εμείς όταν πρόκειται να βοηθήσουμε και να στηρίξουμε, θα σφυρίζουμε αδιάφορα. Εμένα αυτή η στρατηγική προσωπικά δεν με εκφράζει».

Και καταλήγει πόσο αποστρέφεται την ιδέα «ότι θα είμαστε και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ» (συνέδριο του «Βήματος», 5/12).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε απέναντι σε δύο ριζικά αντίθετες αντιλήψεις για την εξωτερική πολιτική.

Από τη μια έχουμε μια παραδοσιακή και ορθολογική αντίληψη περί επιλογών και συμμαχιών. Την πιο εδραιωμένη και πιο παραδεκτή διεθνώς στη μεταπολεμική εποχή.

Από την άλλη έχουμε μια τυχοδιωκτική αντίληψη που υπηρετεί την αυταπάτη μιας εικαζόμενης ισχύος και μιας ανεμπόδιστης ευκολίας επιλογών.

Καλώς ή κακώς άλλωστε ακόμη κι η Μεγάλη Βρετανία του λόρδου Πάλμερστον αποτελεί πλέον ψευδαίσθηση. Ενα νεκρό παρελθόν.

Δεν θα μπορούσε όμως να γίνει ποτέ σοβαρή συζήτηση, αν η νέα αμερικανική κυβέρνηση του προέδρου Τραμπ δεν ερχόταν να συνταχθεί αναπάντεχα με την αντίληψη του μπαγάσα.

Ακόμη χειρότερα. Αυτή η αντίληψη φαίνεται ίσως να αποτελεί και τη μοναδική σταθερή πεποίθηση η οποία χαρακτηρίζει τη σημερινή Ουάσιγκτον. Ανατρέποντας πλήρως τις σταθερές και τα δεδομένα της μεταπολεμικής αμερικανικής πολιτικής.

Ας επιστρέψουμε όμως από την Ουάσιγκτον όπου ο Λευκός Οίκος πασχίζει να ξεμπλέξει από τον κυκεώνα που δημιούργησε.

Για μια χώρα σαν την Ελλάδα μια πολιτική χωρίς συμμάχους, σταθερές και ξεκάθαρες επιλογές θα ήταν προοίμιο εθνικής απαξίωσης και καταστροφής.

Μόνο με ένα ισχυρό σύστημα συμμαχιών μπορεί μια μικρότερη χώρα να γίνει μεγαλύτερη. Με ρητορικές αρπαχτές λεβεντιάς απλώς βγάζει γέλιο.

Φυσικά σε ένα όλο και πιο ρευστό παγκόσμιο σκηνικό, η σταθερότητα συμβαδίζει με σύνεση και μέτρο.

Ούτε καν η ουδετερότητα δεν αποτελεί ασφαλή επιλογή.

Το Βέλγιο ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση «ουδέτερης χώρας» όλο τον 19ο αιώνα, αλλά στη συνέχεια και σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους οι Γερμανοί έκαναν παρέλαση στις Βρυξέλλες.

Ολα αυτά όμως είναι τόσο δεδικασμένα ώστε η ανακύκλωσή τους μάλλον χρειάζεται κάποια ερμηνεία.

Δεν είναι ο «αντιαμερικανισμός» κυρίως αφότου ο Τραμπ πήγε με τους άλλους. Δεν είναι φυσικά η ανύπαρκτη «αντιρωσική υστερία» που επικαλείται ο Τσίπρας και η οποία μάλλον αποτελεί πρόσχημα «πουτινισμού».

Σίγουρα υπάρχει ένα «φιλορωσικό» απόθεμα στην ελληνική κοινωνία είτε αυθόρμητο, είτε επιχορηγούμενο, είτε απλώς ηλίθιο. Αλλά σιγά το αμάρτημα: εδώ φτάσαμε να είμαστε με τους… Παλαιστίνιους και μάλιστα της Χαμάς!

Είναι όμως σίγουρα η κατασκευασμένη και αναπόδεικτη παλικαριά του επιτήδειου μπαγάσα. Που κοροϊδεύει τον εαυτό του.