Τον Δεκέμβριο του 2023, τα τρακτέρ είχαν βγει στους δρόμους και είχαν στήσει, για πρώτη φορά έπειτα από οκτώ χρόνια, μπλόκα στο εθνικό οδικό δίκτυο. Τα προβλήματα για τα οποία μιλούσαν οι αγρότες ήταν πάνω-κάτω τα ίδια που ακούμε και τώρα. Κόστος παραγωγής που εκτοξεύεται, χρηματιστηριακές τιμές πολλών προϊόντων που καταρρέουν, μεγάλη αβεβαιότητα, ανεπαρκής ασφαλιστική κάλυψη και λειψές αποζημιώσεις για τους κινδύνους, που η κλιματική κρίση πολλαπλασιάζει.

Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν ως τα τέλη Φεβρουαρίου. Κι έπειτα η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια δέσμη μέτρων, τα μπλόκα άνοιξαν και η κρίση έληξε. Ή μάλλον πήρε αναστολή.

Δύο χρόνια αργότερα, μοιάζει να παρακολουθούμε το ίδιο έργο. Τα ίδια αιτήματα, τα ίδια προβλήματα. Με περισσότερα τρακτέρ στους δρόμους, περισσότερα μπλόκα και πολύ υψηλότερη θερμοκρασία θυμού. Μα κάτι έχει αλλάξει. Αφενός, οι κινητοποιήσεις τότε ήταν συντονισμένες με έναν μεγάλο πανευρωπαϊκό αγροτικό ξεσηκωμό. Σε όλη σχεδόν την Ευρώπη τα τρακτέρ κατέβαιναν στους δρόμους εναντίον της νέας ΚΑΠ.

Τώρα οι κινητοποιήσεις είναι μοναχικά ελληνικές. Αφετέρου, και σημαντικότερο, στα προβλήματα που στο μεταξύ επιδεινώθηκαν προστέθηκε το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Η φούσκα των επιδοτήσεων-μαϊμού έσκασε. Ενα βαρύ αίσθημα αδικίας απλώθηκε, με κάθε κερδισμένο Τζόκερ και με κάθε αγροτική Φεράρι. Παραδοσιακοί μηχανισμοί πολιτικής και κομματικής χειραγώγησης ξεγυμνώθηκαν και απαξιώθηκαν. Και οι έλεγχοι, που επιβάλλει η ευρωπαϊκή παρέμβαση, προκαλούν δυσβάστακτες καθυστερήσεις πληρωμών και μεγάλη ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Ηταν η σταγόνα που ξεχείλισε ένα ποτήρι ήδη γεμάτο.

Αυτή η νέα διάσταση του προβλήματος πολλαπλασιάζει την ένταση των αντιδράσεων και δυσχεραίνει την εκτόνωσή τους. Αλλά δεν προδικάζει ότι αυτή η κρίση θα έχει διαφορετική έκβαση από την προηγούμενη. Κάποια στιγμή, πιθανότατα, θα ανακοινωθεί και πάλι ένα «πακέτο», τα τρακτέρ θα αποσυρθούν από τους δρόμους, τα φώτα των προβολέων θα σβήσουν. Κι έπειτα θα ξεχάσουμε το αγροτικό πρόβλημα, μέχρι να το ξαναφέρει στην επιφάνεια η επόμενη κρίση. Που θα είναι μια παραλλαγή της προηγούμενης.

Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, οι αγροτικές κινητοποιήσεις του 2024 έφεραν κάποια αποτελέσματα. Υποχρέωσαν την Επιτροπή σε υποχωρήσεις, προκάλεσαν σημαντικές αλλαγές πολιτικής, έστω και αν η αίσθηση οικονομικής ασφυξίας παραμένει. Στο ελληνικό πεδίο, αντίθετα, ελάχιστα άλλαξαν αυτά τα δύο χρόνια. Κι έτσι, τα νέα αγροτικά μπλόκα που απλώνονται στην Ελλάδα δεν συντονίζονται με κάποιο ρεύμα διεθνών κινητοποιήσεων ούτε συνδέονται με κάποια πανευρωπαϊκά αιτήματα.

Εχουν έναν εθνικό χαρακτήρα. Αλλά δεν φαίνεται να βρίσκουν μια αντίστοιχη, εθνική απάντηση. Παρότι, στο μεταξύ, η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική τείνει πια να εθνικοποιείται. Με τη νέα ΚΑΠ «το βάρος του σχεδιασμού, της εφαρμογής και της παρακολούθησης της (αγροτικής) πολιτικής αποτελεί πλέον σε συντριπτικό βαθμό ευθύνη των κρατών-μελών». Με εργαλείο τα «εθνικά στρατηγικά σχέδια».

Αυτό είναι που λείπει. Ενα σχέδιο. Το πρόβλημα, βέβαια, έχει αναλυθεί και καταγραφεί από πολλούς οργανισμούς σε έναν μεγάλο αριθμό ερευνών και μελετών. Πως ο κλήρος είναι μικρός και διασκορπισμένος, με μέση έκταση στο ένα τρίτο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Πως η διασπορά αυτή δεν επιτρέπει επενδύσεις σε τεχνολογικό και ψηφιακό εκσυγχρονισμό, τις οποίες, επιπλέον δεν ευνοεί και το γεγονός ότι οι αγρότες με ειδική τεχνική κατάρτιση είναι στην Ελλάδα λιγότεροι από 1% (60% αντίστοιχα, στην Ολλανδία).

Πως ο αγροτικός πληθυσμός γερνάει, με τους αγρότες κάτω των 40 να είναι λιγότεροι από έναν στους τέσσερις. Πως η οργάνωση της παραγωγής είναι ανορθολογική, οι παραγωγοί ασυντόνιστοι και αδύναμοι και η διάθεση, η μεταποίηση και η εξαγωγή των προϊόντων τους βρίσκονται σε χέρια άλλων.

Πως έχουμε ένα απαρχαιωμένο σύστημα ασφάλισης, χωρίς σύγχρονα εργαλεία διαχείρισης κινδύνων. Πως παραμένει μεγάλο το ειδικό βάρος μη ανταγωνιστικών καλλιεργειών, που επιβιώνουν για τις επιδοτήσεις, όχι για τους καταναλωτές. Πως οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις αποτελούν πάνω από το 40% του αγροτικού εισοδήματος, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και λειτουργούν, όπως αποδείχθηκε, περισσότερο ως εργαλείο διαχείρισης πελατειακών σχέσεων και διαφθοράς παρά ως εργαλείο ενίσχυσης της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας. Και ούτω καθεξής. Μα πώς ξεκινά μια αλλαγή;

Ο Daniel, που έδειξε τα όρια μιας πολιτικής που αγνοεί την κλιματική κρίση, ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να αλλάξει η εικόνα. Να δοκιμαστεί ένα νέο πρότυπο και να αρχίσει ένας διάλογος για μια εθνική στρατηγική. Πέρασε αναξιοποίητη, ένας ακόμη κρίκος σε μια αλυσίδα χαμένων ευκαιριών και σπαταλημένων πόρων.

Η μεγάλη αναταραχή του 2024 στην Ευρώπη και οι θυελλώδεις συζητήσεις για τη νέα ΚΑΠ ήταν επίσης μια ευκαιρία που πνίγηκε στη μεγάλη φουρτούνα του ΟΠΕΚΕΠΕ. Στην οποία ναυάγησε και ολόκληρο το παλιό μοντέλο διεύθυνσης της αγροτικής παραγωγής. Και τώρα;

Το εύκολο είναι να καταρτιστεί ένα σχέδιο για μια κλιματικά ανθεκτική, ψηφιακά και τεχνολογικά σύγχρονη, ανταγωνιστική αγροτική παραγωγή, που να αξιοποιεί τα εθνικά πλεονεκτήματα και να προσαρμόζει στην ελληνική πραγματικότητα επιτυχημένες πρακτικές άλλων χωρών, που μας μοιάζουν. Το δύσκολο είναι να υπηρετήσει ένα τέτοιο μεταρρυθμιστικό σχέδιο ένα πολιτικό σύστημα εγκλωβισμένο στις παλιές του πελατειακές συνήθειες.

Το δύσκολο είναι να λειτουργήσει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ως αναπτυξιακό επιτελείο, αντί να έχει ως μοναδική μέριμνα την (κακο)διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων και τη διευθέτηση πελατειακών δικτύων από έναν θίασο υπουργών που εναλλάσσονται ανά δωδεκάμηνο.

Το δύσκολο είναι να γίνει το όποιο σχέδιο πραγματικά «εθνικό», να περιβληθεί δηλαδή μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση που θα εγγυάται την αντοχή του στην πίεση του εκλογικού κύκλου. Και το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του αγροτικού κόσμου στη σχεδίαση και εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης. Το κομματικό σύστημα φρόντισε, βλέπετε, χρόνια τώρα, να απαξιώσει και εν τέλει να διαλύσει όλα τα σχήματα αγροτικής εκπροσώπησης, όπως τη μακαρίτισσα την ΠΑΣΕΓΕΣ, με τη λογική «αν δεν το ελέγχω εγώ, καλύτερα να μην υπάρχει».