Αποτελεί μία από τις νέες φωνές της retro jazz και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα – από τις 19 του μήνα – με τη δική της μπάντα. Η Λονδρέζα Εμα Σμιθ ξεκίνησε τη διαδρομή της το 2012, όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος της προσωπικός δίσκος με τίτλο «The Huntress», για να γίνει στη συνέχεια το τρίτο μέλος του διάσημου συγκροτήματος «Puppini Sisters».

Παράλληλα διατηρούσε την αυτόνομη πορεία της ως τζαζ τραγουδίστρια, ενώ παρουσίαζε και εκπομπή στο ραδιόφωνο του BBC. Με εμφανίσεις σε χώρους όπως το Royal Albert Hall μέχρι τα διασημότερα κλαμπ του κόσμου, με συνεργασίες όπως αυτή με τον Michael Bublé, τον Bobby McFerrin, την Ορχήστρα του Quincy Jones, εντυπωσιάζει τον κόσμο της σύγχρονης τζαζ. Ο τελευταίος της δίσκος «Bitter orange» με πρωτότυπα κομμάτια, αλλά και jazz standards κυκλοφόρησε φέτος από την αμερικανική εταιρεία La Reserve. Και για αυτόν, ανάμεσα σε άλλα, μιλάει στα «ΝΕΑ».

Η ερμηνεία στο «Bitter Orange» φαίνεται βαθιά ριζωμένη στην κλασική τζαζ, αλλά ταυτόχρονα πολύ σύγχρονη. Πώς ισορροπείς ανάμεσα στον σεβασμό προς την παράδοση και την εξερεύνηση νέου ήχου;

Ολα ξεκινούν από την πρόθεση. Τιμώ την παράδοση και σέβομαι τη συναισθηματική αλήθεια των τραγουδιών και την τέχνη που τα στηρίζει, αλλά επιτρέπω στον εαυτό μου να είναι μια καλλιτέχνις του σήμερα. Η τζαζ είναι μια ζωντανή γλώσσα, όχι ένα μουσειακό έκθεμα. Τη στιγμή που προσπαθώ να μιμηθώ το παρελθόν κυριολεκτικά, η ατμόσφαιρα χάνεται. Αφήνω την παράδοση να με καθοδηγήσει, αλλά επιτρέπω στον εαυτό μου να ξεφύγει από τα όρια όταν το απαιτεί η περίσταση. Από εκεί προέρχεται το σύγχρονο στοιχείο. Είναι απλά η ειλικρινής ανταπόκρισή μου στη μουσική σε πραγματικό χρόνο.

Ποιοι τραγουδιστές ή μουσικοί έχουν διαμορφώσει τον τόνο και τους αυτοσχεδιασμούς σου; Υπάρχουν επιρροές που οι ακροατές δεν θα περίμεναν;

Οι πρώτες μου εμπνεύσεις ήταν η Ελα Φιτζέραλντ για την ελευθερία και τον αυτοσχεδιασμό της, η Σάρα Βον για την κομψότητα και το βάθος της, και η Ανίτα Ο’ Ντέι για το ρίσκο, το χιούμορ και το στυλ της. Οσον αφορά τα όργανα, πάντα με έλκυαν μουσικοί όπως ο Τσετ Μπέικερ, ο Ντέξτερ Γκόρντον και ο Οσκαρ Πίτερσον. Εχω μεταγράψει πολλά κομμάτια τους ως έφηβη και μερικές φορές νιώθω σαν να τους γνωρίζω προσωπικά, επειδή έχω περάσει τόσο πολλές ώρες ζώντας μέσα στους δίσκους τους. Αλλά και οι λιγότερο προφανείς μουσικοί της τζαζ έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωσή μου. Ο Ζοάο Ζιλμπέρτο μού έμαθε τη δύναμη της υποτίμησης, ο Αλ Τζάρο μού έδειξε τι είναι δυνατό όταν η φωνή γίνεται όργανο, και η Τζόνι Μίτσελ μού άνοιξε τον κόσμο της συναισθηματικής αλήθειας στη σύνθεση τραγουδιών.

Μεγάλωσα με μουσικές από μιούζικαλ και μια ανθυγιεινή δόση Μπάρμπρα Στράιζαντ, με την οποία είμαι ακόμα εντελώς εμμονική. Ολα αυτά διαμόρφωσαν την αίσθηση της δραματικότητας, του χρώματος και της αφήγησης που διαθέτω. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, το αγαπημένο μου συγκρότημα όταν ήμουν παιδί ήταν οι Nickelback, και δεν ντρέπομαι καθόλου να πω ότι τους αγαπώ ακόμα. Δεν θα ισχυριζόμουν ότι έχουν επηρεάσει την τέχνη μου με κάποιον άμεσο τρόπο, αλλά σίγουρα τροφοδότησαν την πρώιμη αγάπη μου για τα μεγάλα συναισθήματα και τα «αμετανόητα» ρεφρέν. Ολες αυτές οι φωνές βρίσκονται κάπου στο μουσικό μου DNA και βγαίνουν με απροσδόκητους τρόπους.

Τι ήθελες να πετύχεις σε δημιουργικό επίπεδο με το «Bitter Orange» και πώς συνεργάστηκες με τους μουσικούς;

Ολο το άλμπουμ βρίσκεται σε έναν κόσμο αντιθέσεων, σε μια όμορφη ένταση μεταξύ πικρού και γλυκού, γοητείας και ευαισθησίας. Ηθελα να μοιάζει με μια νυχτερινή συζήτηση, οικεία αλλά και κινηματογραφική, κάτι που θα μπορούσες να βάλεις σε βινύλιο και να χαθείς μέσα του. Συνεργάζομαι με αυτούς τους μουσικούς για πάνω από δέκα χρόνια, οπότε υπάρχει μια συνεννόηση μεταξύ μας που επιτρέπει στη μουσική να αναπνέει. Ηρθα με πολύ σαφή «αφήγηση» για κάθε κομμάτι και διαμορφώσαμε τις ενορχηστρώσεις γύρω από αυτές τις ιστορίες. Μερικές φορές αυτό σήμαινε να αφαιρέσουμε στοιχεία μέχρι το τραγούδι να μένει σχεδόν «εκτεθειμένο» και άλλες φορές σήμαινε να επικεντρωθούμε στο χιούμορ ή σε τολμηρές ρυθμικές επιλογές. Ο ηχητικός κόσμος προέκυψε φυσικά, επειδή γνωριζόμαστε πολύ καλά ως μουσικοί.

Η σύγχρονη τζαζ σκηνή περιέχει πειραματισμούς από το crossover μέχρι την «καθαρή» τζαζ. Πού βλέπεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτό το τοπίο και τι σε ενθουσιάζει περισσότερο για την κατεύθυνση που παίρνει η μουσική;

Βλέπω τον εαυτό μου κάπου στη μέση, βαθιά αφοσιωμένη στην τέχνη και την παράδοση, χωρίς όμως να θέλω να νιώθω περιορισμένη. Λατρεύω τα όμορφα διασκευασμένα κλασικά κομμάτια, αλλά με ενθουσιάζει εξίσου το να ανακαλύπτω νέες οπτικές γωνίες και χρώματα που κάνουν τη μουσική να αισθάνεται ζωντανή. Αυτό που με ενθουσιάζει περισσότερο είναι ότι το νεανικό κοινό ανακαλύπτει την τζαζ σε απρόσμενα μέρη, μέσω του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, του TikTok, ακόμη και των νοσταλγικών προγραμμάτων. Το είδος επεκτείνεται αντί να συρρικνώνεται και αυτό δίνει σε καλλιτέχνες όπως εγώ τεράστια ελευθερία να δημιουργούμε με τους δικούς μας όρους.

Ως καλλιτέχνις που ερμηνεύει τόσο κλασικά κομμάτια όσο και πρωτότυπα, πώς αποφασίζεις ποιες ιστορίες θέλεις να διηγηθείς; Ποια θέματα ή συναισθήματα ήταν πιο σημαντικά να εκφράσεις στο «Bitter Orange»;

Πάντα ξεκινώ με ειλικρίνεια. Αν ένα τραγούδι δεν μου φαίνεται αληθινό συναισθηματικά, δεν θα το τραγουδήσω, όσο όμορφο και αν είναι. Οι ιστορίες που επιλέγω τείνουν να αντικατοπτρίζουν κάτι που ζω, μαθαίνω ή παλεύω. Το «Bitter Orange» είναι γεμάτο δυαδικότητες, αυτή την ένταση μεταξύ φωτός και σκιάς, χιούμορ και σπαραγμού, γλυκύτητας και πικρίας. Ηθελα να εκφράσω τα μέρη του εαυτού μου που νιώθω πιο αληθινά, όχι μόνο τα «γυαλισμένα» και λαμπερά. Είτε τραγουδάω ένα κλασικό είτε ένα πρωτότυπο τραγούδι, ο στόχος μου είναι να προσφέρω στο κοινό ένα παράθυρο στον κόσμο μου και ίσως να το βοηθήσω να δει και λίγο από τη δική του ιστορία σε αυτόν.