Ο αθηναίος μεγαλοεπιχειρηματίας παρατηρεί ότι ένας από τους καλεσμένους του κοιτάζει επίμονα κάποια σχέδια που κοσμούν την εσωτερική βεράντα του υπερπολυτελούς σπιτιού του. «Είναι Λύτρας», λέει στην ομήγυρη ο οικοδεσπότης. Η απόσταση, ωστόσο, είναι τέτοια που δεν επιτρέπει σε κανέναν – ούτε σε έναν καταξιωμένο ιστορικό τέχνης που βρισκόταν ανάμεσα στους καλεσμένους, να διακρίνει κατά πόσο τα σχέδια είναι πράγματι έργα του σπουδαίου ζωγράφου της Σχολής του Μονάχου.
Λίγα λεπτά αργότερα ο επιχειρηματίας ζητά από τους λίγους, αλλά εκλεκτούς καλεσμένους του, να τον ακολουθήσουν πριν από το δείπνο στο υπόγειο, εκεί όπου βρίσκεται τακτοποιημένη η συλλογή του, η οποία αριθμεί περισσότερα από 600 έργα. Παρθένης, Γκίκας, Τσαρούχης, Γαΐτης, Φασιανός, Μόραλης… Ολόκληρη η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης σε ένα υπόγειο σε κακότεχνη έκδοση. Ο ιστορικός τέχνης σοκαρισμένος από το θέαμα ρωτά πώς βρέθηκαν όλα αυτά στην κατοχή του επιχειρηματία. «Τα αγοράζω και επειδή έχουν μάθει στην αγορά ότι είμαι συλλέκτης, πετυχαίνω και πολύ καλές τιμές, 1.000 έως 2.000 το καθένα». Εμβρόντητος ο ιστορικός τέχνης τολμά να ψελλίσει ότι τα έργα είναι πλαστά. Ο επιχειρηματίας αρκείται στο να απαξιώσει τον ιστορικό τέχνης, χαρακτηρίζοντάς τον αδαή, και για να τον εντυπωσιάσει αποφασίζει να ελέγξει τις γνώσεις του παρουσιάζοντάς του το καμάρι της συλλογής του: ένα ημίγυμνο πορτρέτο του Ρίτσαρντ Γκιρ από την ταινία «Επάγγελμα: Ζιγκολό». Ο επιχειρηματίας έχει κρύψει με το χέρι του την υπογραφή και προκαλεί τον ιστορικό τέχνης να βρει τον ζωγράφο. Αμήχανος ο ερωτώμενος αδυνατεί τόσο με βάση το θέμα, όσο και με βάση την τεχνοτροπία να εντοπίσει τον έλληνα καλλιτέχνη που θα μπορούσε να έχει φιλοτεχνήσει το επίμαχο πορτρέτο. Και τότε γεμάτος περηφάνια ο επιχειρηματίας αποσύρει το χέρι του από τον πίνακα και αποκαλύπτει την υπογραφή: Ι. Μόραλης!
Η παραπάνω ιστορία μπορεί να μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά είναι απολύτως πραγματική. Και είναι μία από τις πολλές που έχουν να διηγηθούν ιστορικοί τέχνης, συντηρητές, έμποροι, δημοπράτες και κληρονόμοι-διαχειριστές του έργου σημαντικών δημιουργών, καθώς η εμφάνιση πλαστών έργων στην αγορά αποτελεί σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Κι αν η πρόσφατη υπόθεση που είδε το φως της δημοσιότητας με τα 480 έργα πλαστά έργα, τα οποία κάποιοι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν για να ξεπληρώσουν παλιά χρέη, προκάλεσε αίσθηση για τον αριθμό, αλλά και το εύρος των καλλιτεχνών που περιλαμβάνονταν στη συγκεκριμένη «πινακοθήκη», τα κυκλώματα που διακινούν πλαστά έργα κινούνται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους για να προσεγγίσουν τους υποψήφιους αγοραστές-θύματα.
Τα «κόλπα»
Διαμερίσματα που νοικιάζονται για δυο-τρεις μέρες – κάποιες φορές μαζί με τον υποτιθέμενο ιδιοκτήτη τους, συνήθως μια ηλικιωμένη γυναίκα – αποτελούν συχνά ιδανικό σκηνικό-παγίδα για τους αδαείς αγοραστές. Το σενάριο, με παραλλαγές ανά περίπτωση, θέλει το σπίτι να ανήκει στη χήρα ενός φιλότεχνου συνταγματάρχη, γιατρού ή ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου, που πρέπει να μετακομίσει άμεσα σε οίκο ευγηρίας, χρειάζεται χρήματα και δεν έχει κοντινούς συγγενείς. Ξεπουλά την οικοσκευή – μεταξύ αυτών πλαστά έπιπλα «εποχής» και έργα τέχνης – που πρέπει να αλλάξουν χέρια σε ελάχιστο χρόνο και με μετρητά, καθώς η «ιδιοκτήτρια» πρέπει να «πληρώσει τις υποχρεώσεις της». Η πίεση χρόνου και η ευκαιρία να αγοράσει κάποιος έναν Τσαρούχη, για παράδειγμα, προς 1.500 ευρώ αρκούν για να γίνει μια βιαστική πώληση, η οποία ουκ ολίγες φορές περιλαμβάνει και «πιστοποιητικά γνησιότητας».
«Σε άλλες περιπτώσεις το έργο που πωλείται σε τιμή ευκαιρίας βρέθηκε “ξεχασμένο” σε μια βιβλιοθήκη ή στη σοφίτα της γιαγιάς και το πουλάνε τα εγγόνια που έχουν ανάγκη. Εχουμε ακούσει ακόμη και ότι τους δόθηκε ως δώρο όταν αγόρασαν την τραπεζαρία!», λέει στα «ΝΕΑ» η πρόεδρος του Ιδρύματος Γ. Τσαρούχη και ανιψιά του ζωγράφου, Νίκη Γρυπάρη. «Τα εξετάζουμε, βλέπουμε πως είναι πλαστά, κι όμως δεν είναι λίγες οι φορές που το ίδιο έργο διαπιστώνουμε πως επιστρέφει στην αγορά ακόμη και έπειτα από 20 χρόνια», συνεχίζει, και επισημαίνει πως η εμφάνιση πλαστών έργων του Γιάννη Τσαρούχη δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών, αλλά ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950, όταν ο ζωγράφος έφυγε για το Παρίσι, οπότε υπήρχε ζήτηση, αλλά δεν υπήρχαν έργα του.
Υπάρχουν ασφαλείς τρόποι ώστε όσοι απευθύνονται στη δευτερογενή αγορά να μη βρίσκονται προ εκπλήξεως και με την πρώτη ματιά να διακρίνουν ποιο έργο είναι αυθεντικό και ποιο αμφιβόλου προέλευσης; «Τα περισσότερα είναι εξόφθαλμο ότι πρόκειται για πλαστά. Είναι κακότεχνα, με γνωστά θέματα του καλλιτέχνη που έχουν αντιγραφεί σε διαφορετικό μέγεθος και σε άλλα χρώματα σε σχέση με το πρωτότυπο. Βλέπεις ότι δεν έχουν το ύφος, τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά του ζωγράφου, ενώ πολλές φορές είναι ξεκάθαρο και από τα υλικά, από την ποιότητα του καμβά», λέει στα «ΝΕΑ» η επικεφαλής της Art Expertise, υπεύθυνης για τη μοναδική πλέον δημοπρασία με ελληνικά έργα τέχνης που φιλοξενείται από διεθνή οίκο, τους Bonhams, Τερψιχόρη Αγγελοπούλου.
«Η πινελιά του καλλιτέχνη, οπωσδήποτε, είναι ένα σημείο που μπορεί να πει πολλά για τη γνησιότητα ενός έργου, αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι και πάλι χρειάζεται προσοχή διότι υπάρχουν και καλοί αντιγραφείς, που μπορεί να σου δημιουργήσουν αμφιβολία για το αν πρόκειται για πλαστό ή όχι», προσθέτει η Νίκη Γρυπάρη.
«Οταν ο πλαστογράφος είναι μέτριος μπορεί να καταλάβει κάποιος από μια άκομψη γραμμή ή καμπύλη σε μια σύνθεση του Μόραλη, επί παραδείγματι, ότι δεν πρόκειται για αυθεντικό έργο. Οταν έχει βγει από το χέρι ενός καλού αντιγραφέα, όμως, είναι δύσκολο να αποφανθείς με μια ματιά αν το έργο είναι πλαστό ή όχι. Ο μόνος που μπορεί να έχει σοβαρές υποψίες είναι ο ιστορικός τέχνης που έχει κάνει διατριβή πάνω στον καλλιτέχνη ή που έχει την ευθύνη μιας μονογραφίας του», επισημαίνει ο ιστορικός τέχνης και προϊστάμενος Τμήματος Σύγχρονης Γλυπτικής, MOMus – Μουσείο Αλεξ Μυλωνά, Γιάννης Μπόλης.
Ψεύτικες υπογραφές
Η υπογραφή είναι ένα από τα σημεία που μπορούν να προβληματίσουν τον ενδιαφερόμενο αγοραστή, αν και όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί ίσως είναι από τα πιο εύκολα χαρακτηριστικά που μπορούν να αντιγραφούν. Η υπογραφή μπορεί να «μιλήσει» κυρίως σε παλαιότερα έργα. «Οσο καλός κι αν είναι ο αντιγραφέας δεν μπορεί να καλύψει τα σημάδια του χρόνου», εξηγεί ο πρώην και επί δεκαετίες προϊστάμενος του εργαστηρίου συντήρησης του Μουσείου Μπενάκη, Στέργιος Στασινόπουλος.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις εμπόρων που αναζητούν στα Βαλκάνια έργα καλλιτεχνών της εποχής για παράδειγμα της Σχολής του Μονάχου. Εντοπίζουν εκείνους με ύφος και θεματολογία ανάλογη των ευπώλητων στην Ελλάδα, όπως είναι οι θαλασσογραφίες του Κωνσταντίνου Βολανάκη. Σβήνουν την αρχική υπογραφή και προσθέτουν εκείνη του έλληνα ζωγράφου. «Οσο καλός κι αν είναι ο πλαστογράφος, όμως, η επέμβασή του στο έργο δεν έχει το κρακελάρισμα (σ.σ.: το δίκτυο ρωγμών που δημιουργείται στην επιφάνεια όταν έχει σπάσει το χρώμα από τον χρόνο)», επισημαίνει. Κι αν ακόμη, όπως λέει, κάποιος επιχειρήσει να το κάνει τεχνητά με το βελονάκι η εξέταση με υπέρυθρη και υπεριώδη ακτινοβολία θα προδώσει την επέμβαση.







