Σε μια εποχή όπου η πληροφορία και το αφήγημα καθορίζουν τις όψεις του σύγχρονου κόσμου, δύο νέα βιβλία φωτίζουν την άσκηση επιρροής στη δημόσια σφαίρα. Η 32χρονη Αμερικανίδα Ολίβια Νούτσι αποκαλύπτει στο «American Canto» τα ρευστά όρια μεταξύ δημοσιογραφίας και πολιτικής. Η 43χρονη κινέζα οικονομολόγος Κέγιου Τζιν επιχειρεί με το «Εγχειρίδιο της Νέας Κίνας – Πέρα από τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό» να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο η Δύση αντιλαμβάνεται το κινεζικό οικονομικό μοντέλο και την άνοδό του. Δύο φαινομενικά ασύνδετες αφηγήσεις, που μαζί συνθέτουν μια εικόνα του πώς οικοδομείται – ή αμφισβητείται – σήμερα η ισχύς.

Ολίβια Νούτσι: Ενα «άσμα» που καίει τον Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ

Oταν αποκαλύφθηκε πέρυσι το σκάνδαλο, ξέσπασε σάλος στους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της Ουάσιγκτον.

Στο επίκεντρό του βρίσκονται η δημοσιογράφος Ολίβια Νούτσι, ο πρώην αρραβωνιαστικός της, δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής Ράιαν Λίζα και ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, νυν υπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Τραμπ.

Η ιστορία έρχεται ξανά στο φως με την κυκλοφορία του βιβλίου της Νούτσι «American Canto», στο οποίο περιγράφει από τη δική της οπτική τη σχέση της με τον Κένεντι, αν και δεν τον κατονομάζει. Αναφέρεται σε αυτόν ως «ο πολιτικός».

Η γνωριμία τους, γράφει, έγινε κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας του Κένεντι το 2023-24, τότε για το χρίσμα των Δημοκρατικών.

Η Νούτσι, που εκείνη την εποχή δούλευε στο περιοδικό «New York», παραδέχεται ότι παραβίασε κάθε όριο δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Εδινε συμβουλές στον Κένεντι για ζητήματα προβολής και επικοινωνίας, ακόμη και πώς να χειριστεί τη μετέπειτα απόσυρση της υποψηφιότητάς του ή τι να βάλει στο ζύγι για να στηρίξει (όπως έκανε τελικά) την προεδρική υποψηφιότητα του Ρεπουμπλικανού Ντόναλντ Τραμπ. Περιγράφει σκηνές οικειότητας με τον Κένεντι και τα τηλεφωνήματα που της έκανε κρυφά, κλεισμένος στο μπάνιο, όταν ήταν στο σπίτι η σύζυγός του.

Οταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες φήμες για τη σχέση τους και οι προϊστάμενοί της τη ρώτησαν ευθέως, τις διέψευσε.

Τελικά, η σχέση της με τον Κένεντι λίγο έλειψε να καταστρέψει την καριέρα της και διέλυσε τον αρραβώνα της με τον Λίζα, τον οποίο κατηγορεί στο βιβλίο για παράλληλη σχέση με υπάλληλο της προεκλογικής εκστρατείας των Δημοκρατικών.

Πικραμένη από το γεγονός ότι ο «πολιτικός» εραστής της αρνήθηκε ότι είχαν σχέση – ενώ, όπως γράφει, πριν της έλεγε ότι ήθελε να κάνει το παιδί του και τη διαβεβαίωνε πως «θα πέθαινα πριν σε πληγώσω» – η Νούτσι υποστηρίζει τώρα στο βιβλίο ότι ο Κένεντι έκανε «χρήση ψυχεδελικών ουσιών».

Προσθέτοντας στην ίντριγκα, λίγο πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου, ο πρώην αρραβωνιαστικός της δημοσίευσε στο blog του ερωτικά ποιήματα που αποδίδει στον Κένεντι με παραλήπτρια τη Νούτσι.

Μεταξύ άλλων την κατηγορεί ότι διατηρούσε σχέση και με τον Μαρκ Σάνφορντ, πρώην κυβερνήτη της Νότιας Καρολίνας και υποψήφιο το 2020 για το χρίσμα των Ρεμπουμπλικανών.

Παρουσιάζοντας τον Ράιαν Λίζα ως καταπιεστικό και εκδικητικό, η Νούτσι τον κατηγόρησε ότι παραβίασε το ψηφιακό της απόρρητο. Κατέθεσε αίτημα ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του, το οποίο αργότερα απέσυρε.

Κέγιου Τζιν: Μία καινούργια Βίβλος για τους θαυμαστές της Κίνας

Υπάρχει σήμερα «μια νέα Βίβλος για τους ανά τον κόσμο θαυμαστές της Κίνας», σχολιάζει ο αρθρογράφος της Corriere Della Sera Φεντερίκο Ραμπίνι, αναφερόμενος στο νέο βιβλίο με τίτλο «Το Εγχειρίδιο της Νέας Κίνας – Πέρα από τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό». Φέρει την υπογραφή της Κέγιου Τζιν, καταξιωμένης κινέζας οικονομολόγου, με σπουδές στο Χάρβαρντ και ακαδημαϊκή καριέρα στην LSE, νυν καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας του Χονγκ Κονγκ (HKUST). Ως μέλος της νέας διεθνοποιημένης κινεζικής ελίτ, η συγγραφέας αποκωδικοποιεί την οικονομική άνοδο της Κίνας, υποστηρίζοντας ότι προσφέρει ένα εναλλακτικό μοντέλο που πρέπει να αξιολογηθεί πέρα από τα παρωχημένα στερεότυπα της Δύσης.

Αφετηρία στο βιβλίο αποτελεί το ερώτημα πώς η Κίνα, φτωχή ακόμη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, κατόρθωσε να γίνει δεύτερη οικονομία παγκοσμίως χωρίς να ακολουθήσει ούτε το κλασικό σοσιαλιστικό μοντέλο, ούτε τον δυτικό φιλελεύθερο καπιταλισμό. Η απάντηση, λέει, βρίσκεται σε ένα υβριδικό σύστημα: οικονομία της αγοράς με ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό, όπου το κράτος λειτουργεί ως ρυθμιστής, επενδυτής και σχεδιαστής στρατηγικής, ενώ ταυτόχρονα αφήνει τον ανταγωνισμό να αναδείξει τους «νικητές».

Κάνει λόγο για τρεις αλληλένδετους πυλώνες του κινεζικού «οικονομικού θαύματος»: την ικανότητα του κράτους, την ανταγωνιστική αποκέντρωση – έναν μηχανισμό «δαρβινικής επιλογής» μεταξύ των τοπικών διοικήσεων στην Κίνα, όπως λέει – και την κοινωνική ανοχή σε θυσίες, με δέλεαρ αντάλλαγμα την κοινωνική κινητικότητα. Ετσι, γράφει, δημιουργήθηκε στην Κίνα μια νέα μεγάλη αστική τάξη, ψηφιακά ώριμη και καταναλωτικά απαιτητική, που πλέον ωθεί την Κίνα προς ένα μοντέλο που βασίζεται περισσότερο στην εσωτερική ζήτηση, ύστερα από μια φάση όπου οι εξαγωγές και οι δημόσιες επενδύσεις ήταν σχεδόν αποκλειστικοί μοχλοί.

Απορρίπτοντας την εικόνα ενός μονολιθικού κρατικού καπιταλισμού, όσο και εκείνη ενός καταπιεσμένου και αδύναμου ιδιωτικού τομέα, μιλά για «συμβίωση», όπου οι επιχειρήσεις απολαμβάνουν μεγάλη ελευθερία στα αρχικά στάδια και το κράτος παρεμβαίνει εκ των υστέρων για να κατευθύνει τον εκάστοτε κλάδο προς στρατηγικούς στόχους. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μνημονεύει τον τεχνολογικό κολοσσό Huawei.

Η συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην βιομηχανική πολιτική, την οποία περιγράφει ως συνδυασμό δημόσιων κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, αποκεντρωμένων πειραματισμών και μακροπρόθεσμου κρατικού σχεδιασμού, με στόχο την τεχνολογική πρωτοκαθεδρία, κόντρα στους δυτικούς δασμούς. Αν και αναγνωρίζει παθογένειες και κινδύνους (χρέη τοπικών κυβερνήσεων, φούσκα ακινήτων, δημογραφική γήρανση), η Κέγιου Τζιν χαρακτηρίζει το κινεζικό σύστημα ευπροσάρμοστο, σε μια οικονομική ανάλυση που πάντως δείχνει ατελής από πολιτικής σκοπιάς.