Μιας που έπιασα χθες τις συγκρίσεις με τη Γαλλία, ας κάνω άλλη μία. Υπάρχει λοιπόν στο Παρίσι ένας τύπος που λέγεται Ξαβιέ Καζάρ και δούλευε 25 χρόνια σε μια εταιρεία επικοινωνίας. Εκεί κατάλαβε ότι η επικοινωνία είναι διαφορετικό πράγμα από τη συζήτηση και ότι ο κόσμος μας έχει επείγουσα ανάγκη από τη δεύτερη. Επισκέφθηκε, για να εμπνευστεί, μερικά κιμπούτζ στο Ισραήλ και κάτι κοινόχρηστους χώρους διαβίωσης στη Ζυρίχη και στη συνέχεια ίδρυσε στο 18ο διαμέρισμα το Σπίτι της Συζήτησης. Εκεί μαζεύονται τακτικά νέοι από λαϊκές συνοικίες, στελέχη επιχειρήσεων και περίεργοι κάθε είδους και συζητάνε για διάφορα θέματα. «Είναι η σύγχρονη εκδοχή των Κέντρων Νεότητας», λέει ο Καζάρ στη Monde, «μόνο που αντί να παίζεις πινγκ-πονγκ μαθαίνεις να συζητάς με ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από σένα».
Θα ομολογήσω εξαρχής την αμαρτία μου: για να συζητήσω με έναν άνθρωπο με τον οποίο εμφανώς διαφωνώ σε θεμελιώδη ζητήματα, πρέπει να είναι καλόπιστος. Αν έχει ύφος χιλίων καρδιναλίων, αν είναι εκ των προτέρων πεισμένος για την άποψή του ή αν αρχίσει τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, προτιμώ να διαθέσω σε άλλες δραστηριότητες τον χρόνο που θα κατανάλωνα συζητώντας μαζί του. Στο κάτω – κάτω δεν κυνηγάω ψήφους. Ούτε θέλω να αλλάξω τον κόσμο.
Αναγνωρίζω όμως ότι η στάση αυτή δεν είναι σωστή ή, εν πάση περιπτώσει, παραγωγική. Η Αμερική έχει φτάσει σε ένα εκρηκτικό αδιέξοδο επειδή έχει χωριστεί σε δύο (τουλάχιστον) κομμάτια που δεν μιλάνε μεταξύ τους. Η Ελλάδα περνάει κάθε τόσο φάσεις διχασμού επειδή θεωρεί τον διάλογο κάτι υποτιμητικό. Θαυμάζω έτσι τους ανθρώπους που δεν έχουν χάσει την πίστη τους στη δύναμη της πειθούς. Αν λοιπόν στην αρχή εξεπλάγην δυσάρεστα με την είδηση ότι κανόνισαν να συζητήσουν δημοσίως ένας πολιτικός που, σύμφωνα με ορισμένα σοβαρά κριτήρια, υπήρξε ο χειρότερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης, με έναν μετα-πολιτικό που, σύμφωνα με ορισμένα επίσης σοβαρά κριτήρια, είναι ένας από τους οξυδερκέστερους παρατηρητές της πολιτικής ζωής, κι αυτό με αφορμή τα γενέθλια μιας εφημερίδας που δεν τη λες ακριβώς «ελληνική Le Monde», στη συνέχεια προσπάθησα να κάνω δεύτερες σκέψεις και να δω τη θετική πλευρά της υπόθεσης.
Είναι αλήθεια ότι θα προτιμούσα μια συζήτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου με τον Αλέξη Τσίπρα, ειδικά τώρα που ο τελευταίος είναι στα ντουζένια του. Να λέει ο ένας διάφορα επικολυρικά για τη «νέα μεταπολίτευση», το «συλλογικό όραμα για την Αλλαγή» και το πόσο «αμετανόητος είναι απέναντι σε εκείνους που χρεοκόπησαν τη χώρα» και να του απαντά ο άλλος με στοιχεία, αριθμούς και ημερομηνίες, προσθέτοντας στο τέλος και την αλησμόνητη φράση «Πάρτε το σχετικό».
Αντιλαμβάνομαι όμως ότι ο διάλογος έχει όρια. Και ελπίζω την ερχόμενη Δευτέρα αυτά τα όρια να μη θυσιαστούν στον βωμό κάποιων κοινών πολιτικών αντιπαθειών.







