Πολύ πριν κατασταλάξω σε αυτό το επάγγελμα που έχει άμεση σχέση με τις λέξεις και τη χρήση τους, ανακάλυψα τη μαγεία της γλώσσας. Τη δυνατότητα που σου δίνει να εκφραστείς με πολλούς τρόπους, τις λεπτές αποχρώσεις στις έννοιες, την ετυμολογία που σε βοηθά να ανακαλύψεις τη φαντασία και τον συμβολισμό πίσω από την εξέλιξη του «τι σημαίνει». Με ενδιέφερε ωστόσο και ο ήχος τους, κάποιες αλληλουχίες συλλαβών και φθόγγων ακούγονταν στ’ αφτιά μου σαν μουσικές θεσπέσιες.
Τρεις από τις πιο αγαπημένες μου λέξεις που συγκέντρωναν πολλά από αυτά τα στοιχεία ήταν οι «πομφόλυξ», «φληνάφημα» και «κρονόληρος». Η πρώτη είναι, στην πραγματικότητα, ιατρικός όρος της αρχαιότητας και σημαίνει φλύκταινα, δερματική φουσκάλα με πύον, έφτασε όμως να σημαίνει τον πομπώδη, μεγαλεπήβολο αλλά κενό λόγο. Η δεύτερη είναι από το αρχαιοελληνικό «φληναφώ», δηλαδή «αερολογώ», και σημαίνει αυτό ακριβώς: αερολογίες, φλυαρίες, λεκτικές σαχλαμάρες. Το «κρονόληρος» (που πρωτοδιάβασα στον «Κίτρινο φάκελο» του Μ. Καραγάτση αναφορικά με τον βασικό του ήρωα Μιχάλη Ρούση) περιγράφει τον φλύαρο γεροξεκούτη. Και να που σήμερα, που οι γνώσεις υποτίθεται ότι απλώνονται μπροστά σου λόγω Διαδικτύου και δεν χρειάζεται παρά να απλώσεις το χέρι σου για να τις αποκτήσεις, που με το πάτημα ενός κουμπιού βρίσκεις αυτό που, παλαιότερα, έπρεπε να ανοίξεις δύο, τρία λεξικά για να το εντοπίσεις, αισθάνομαι κάποιες φορές ότι βομβαρδίζομαι από πομφόλυγες και φληναφήματα. Και βλέπω νέους ανθρώπους να μιλούν και να γράφουν σαν κρονόληροι.
Θα παραβλέψω τον λόγο των πολιτικών διότι, Παρασκευή σήμερα και με βρωμόκαιρο, θέλω να διατηρήσω ένα κάποιο χιούμορ και τα πολιτικά φληναφήματα καταλήγουν, πολύ γρήγορα, να σου προκαλούν μελαγχολία. Μέρα σαν τη σημερινή είναι για να βυθιστείς στην απόλαυση που σου προσφέρει η γλώσσα η οποία χρησιμοποιείται στη λεγόμενη «γαστροδημοσιογραφία». Εκεί όπου ουδεμία τεκμηρίωση άποψης χρειάζεται (είναι γνωστό το «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα»), ούτε καν γνώση, φτάνει να μεταφέρεις ό,τι γράφει ο κατάλογος και ό,τι σου πει ο σεφ, αρκεί να υπάρχουν πολλοί ξενόγλωσσοι όροι που ελάχιστοι αναγνώστες γνωρίζουν – έχω την εντύπωση και ελάχιστοι συντάκτες σχετικών κειμένων. Βέβαια, αυτή η υστερία με την εστίαση (που συντηρεί μια ολόκληρη, διαφημιστική κυρίως, αγορά) έχει φέρει και έναν κορεσμό. Πόσα δηλαδή να γράψει, τι λεκτικά σχήματα να επινοήσει, πώς να πρωτοτυπήσει και ο δόλιος «γαστροδημοσιογράφος» όταν αναφέρεται, για παράδειγμα, σε μια γαρδούμπα. (Για γαρδούμπα συγκεκριμένα έχω διαβάσει ότι είναι «εικονική», προφανώς μετάφραση του «iconic», αλλά προκειμένου να ακούσω για «εμβληματική γαρδούμπα» καλύτερα να μπουκωθώ μια που δεν υπάρχει).
Φληναφήματα
Τι έχω διαβάσει τις τελευταίες μόνο ημέρες; Για μια τσιπούρα που, ενώ είναι καπνιστή, «ο καπνός δεν επεμβαίνει ριζικά στο DNA» της. Για μια σαλάτα που «η κάθε μπουκιά της έχει μπρίο» (ούτε η μπριόζα Μπέσυ Αργυράκη να ήταν). Για κάτι κεφτέδες που, παρά τις επεμβάσεις του σεφ, «δεν χάνουν το ταμπεραμέντο τους». Για γλυκά που «περιγράφουν μονολεκτικά την ταυτότητά τους» (μην πέσεις σε γλυκό πολυλογάδικο, την έβαψες, να προτιμάς τα λιγομίλητα). Αλλά και για άλλα «φινετσάτα γλυκά που μιλάνε άπταιστα παριζιάνικα». Για έναν σεφ που «μαγειρεύει τα ψάρια με τα δικά του λόγια της πλώρης» (μπαχαρικό είναι αυτά τα λόγια, κάποια μαρινάδα ίσως, θα σας γελάσω). Για μια κοτόσουπα που «αυτοαποκαλείται ράμεν». Για «ταπεινές τυρόπιτες που δεν ενδίδουν στη σύγχρονη πολυπλοκότητα». Για ένα τυρί «που δίνει ραντεβού στον ουρανίσκο σου με τα λαδερά». Για κάποιον μουσακά που «μπορεί να κοιτάζει κατάματα τις διεθνείς κουζίνες». Για λαχανοντολμάδες που «δεν διστάζουν να ενδώσουν στην πρόκληση του γιούζου» (προσωπικά, τους αδίστακτους λαχανοντολμάδες δεν τους θέλω στο πιάτο μου). Για «μπακλαβά με ψυχοσύνθεση καρυδόπιτας».
…Και μας έκανε εντύπωση η Δήμητρα Κατσαφάδου που μας έλεγε για τη συνάντηση της μαγείας της φύσης με την ψυχολογία της ύλης.







