Η επέτειος των 1.700 ετών από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια βρίσκει την Ευρώπη σε βαθιά αξιακή αναζήτηση. Στο εσωτερικό, ζητήματα συνοχής και προσανατολισμού. Και στο εξωτερικό, ζητήματα ασφάλειας και άμυνας. Οι πολυκρίσεις στην περιφέρειά μας – από τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή έως τη Βόρεια Αφρική – αναδεικνύουν τα αδιέξοδα μιας πολιτικής αποστασιοποίησης, αναχωρητισμού και παθητικής ουδετερότητας της Ευρώπης. Δυστυχώς και της πατρίδας μας. Ωστόσο κάποια πράγματα μας υπενθυμίζουν τις δυνατότητές μας. Η πρόσφατη κοινή παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Ρώμης Λέοντος ΙΔ’ στη Νίκαια της Βιθυνίας δεν ήταν απλώς μια ιστορική αναφορά· εξέπεμψε ένα μήνυμα επανεκκίνησης του Χριστιανισμού ως συνθετικού στοιχείου ταυτότητας και συνοχής για ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικογένεια, με αναφορά στον οικουμενικό ρόλο του Ελληνισμού.
Σε μια εποχή που οι κοινωνίες μας δοκιμάζονται από εσωτερικούς διχασμούς και εξωτερικές πιέσεις, η κοινή μας παράδοση στην Ευρώπη επανέρχεται όχι ως απομεινάρι του παρελθόντος, αλλά ως ζωντανός άξονας κατανόησης του ποιοι είμαστε. Δεν πρόκειται για επιστροφή σε δογματικές βεβαιότητες. Πρόκειται για αναγνώριση ότι η κοινή πολιτισμική και πνευματική κληρονομιά, ή τουλάχιστον τα κοινά σημεία επαφής, μπορούν να ενισχύσουν τη συνοχή και την ανθεκτικότητά μας απέναντι σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Κι όμως αντί να κατανοήσουμε και να θωρακίσουμε, βλέπουμε την κληρονομιά μας να αλλάζει χέρια. Η Τουρκία επιχειρεί να τοποθετηθεί ως ρυθμιστής μεταξύ Ανατολής και Δύσης εν απουσία μας. Η μεγαλοπρεπής υποδοχή που επεφύλαξε ο πρόεδρος Ερντογάν στον Πάπα Ρώμης με αφορμή τη διαχριστιανική συνάντηση της Νίκαιας δεν είναι τυχαία. Η Αγκυρα επιχειρεί να εμφανιστεί ως διάδοχος της οικουμενικής Νέας Ρώμης/Κωνσταντινούπολης, ως γέφυρα θρησκειών και πολιτισμών, υιοθετώντας ρητορική «ανεκτικότητας», συνύπαρξης και οικουμενικού ρόλου που συχνά συγκρούεται με το δικό της κακό ιστορικό απέναντι στις χριστιανικές κοινότητες. Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία δρα μεθοδικά. Εχει ήδη εκκινήσει επαφές με τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, επιδιώκοντας να παρουσιάσει εαυτήν ως εν δυνάμει εγγυητή των Ορθοδόξων της Μέσης Ανατολής, τη στιγμή που η Ελλάδα, καίτοι ο αυτονόητος διάδοχος του οικουμενικού μηνύματος, ολιγωρεί.
Και εδώ βρίσκεται το κρίσιμο διακύβευμα: Αντίκειται στην ιστορική αλήθεια αλλά και στα συμφέροντα του έθνους η οικειοποίηση του οικουμενικού ρόλου της Ρωμιοσύνης και η συστηματική καλλιέργεια της εντύπωσης ότι η προστασία των ομοδόξων μας και εν γένει των χριστιανικών, αλλά και άλλων θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων στην Ανατολή, μπορεί να ανατεθεί σε τρίτες αναθεωρητικές και διχαστικές δυνάμεις που επιδιώκουν πολιτικά ανταλλάγματα.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση διαθέτει τα εργαλεία, τις πολιτικές και τη θεσμική βαρύτητα για να στηρίξει την πολιτισμική και θρησκευτική πολυμορφία στην περιφέρειά της. Και ο Ελληνισμός, κληρονόμος και συνεχιστής τούτης της παράδοσης, δεν μπορεί να την αποστρέφεται και να την απορρίπτει. Οφείλει να πρωταγωνιστήσει – όχι μόνο για λόγους πνευματικής ευθύνης, αλλά και επειδή η Ρωμιοσύνη αποτελεί στρατηγική παράμετρο ήπιας ισχύος για τη χώρα μας και πολύτιμο πυλώνα σταθερότητας για την Ευρώπη.
Η Νίκαια μας υπενθυμίζει ότι η χριστιανική μας κληρονομιά υπήρξε πάντοτε δύναμη σύνθεσης. Η Ευρώπη χρειάζεται αυτή τη δύναμη σήμερα περισσότερο από ποτέ. Και εμείς, ως Ελληνες, πρέπει να είμαστε πρωταγωνιστές στη διαμόρφωση του μέλλοντός της.
Ο Νικόλας Φαραντούρης είναι ευρωβουλευτής, καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς







