Η Ελλάδα και η Τουρκία αποτελούν μια κλασική «ανταγωνιστική δυάδα» μεταξύ γειτονικών κρατών. Είναι μια από τις παλαιότερες παρατεταμένες διεθνείς συγκρούσεις με ιστορία άνω των εκατό ετών (αν ληφθεί ως σημείο εκκίνησης το 1912 ή το 1919) ή διακοσίων ετών (αν λάβουμε ως σημείο εκκίνησης την Ελληνική Επανάσταση του 1821-1830). Ακόμη και σήμερα παρά τα κάπως πιο «ήρεμα νερά», συνεχίζει να επικρατεί η έλλειψη εμπιστοσύνης και από τις δύο πλευρές για τις προθέσεις της άλλης, με κεντρική τη θέση περί απειλής και βλάβης στα ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Οι Ελληνες είναι σχεδόν  υπνωτισμένοι από τον «εξ Ανατολών κίνδυνο» που θεωρείται ότι προέρχεται από την Τουρκία. Οι Τούρκοι δεν έχουν την ίδια εμμονή με την Ελλάδα. Η Ελλάδα ενίοτε φαίνεται περισσότερο ως ενόχληση (nuissance) παρά ως πραγματική απειλή. Ωστόσο οι Ελληνες θεωρούνται κατεξοχήν εθνικιστές και επεκτατικοί. Οπως είχε γράψει σε βιβλίο του ένας διακεκριμένος τούρκος πρέσβης και νομικός: «Η λεγόμενη “τουρκική απειλή”… προορίζεται να χρησιμεύσει ως προπέτασμα καπνού» για τις προσπάθειες της Ελλάδας να «μονοπωλήσει το Αιγαίο».

Ο τουρκικός φόβος είναι περισσότερο σε επίπεδο διπλωματικής και διεθνούς επιρροής, ότι η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της ΕΕ, με την «ικανότατη διπλωματία της» και τις «εκτεταμένες διεθνείς διασυνδέσεις της» (βλέπε το δυναμικό ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ) κάνει εδώ και δεκαετίες το παν για να βλάψει την Τουρκία και να αμαυρώσει τη διεθνή της εικόνα.

Οι αντιλήψεις περί αμοιβαίας απειλής βασίζονται πάνω απ’ όλα σε δύο μπαμπούλες που στοιχειώνουν τους Ελληνες και τους Τούρκους: από την πλευρά της Ελλάδας υπάρχει ο φόβος του λεγόμενου «νεοοθωμανισμού» που απειλεί τα ανατολικά ελληνικά νησιά, την ελληνική Θράκη και την Κύπρο (ο φόβος προσάρτησης της Βόρειας Κύπρου). Από την πλευρά της Τουρκίας υπάρχει ο φόβος της αναβίωσης της αλυτρωτικής «Μεγάλης Ιδέας», αν και τώρα με πιο προσεκτική νομικίστικη μορφή όσον αφορά το Αιγαίο, το να γίνει «ελληνική θάλασσα» και η Κύπρος στην ουσία προέκταση της Ελλάδας μέσω ΕΕ.

Τα ανωτέρω εμφανίζονται ανάγλυφα σε δύο αποκαλυπτικές συνομιλίες μεταξύ ελλήνων και τούρκων αξιωματούχων που υπάρχουν σε εμπιστευτικά έγγραφα.

Η πρώτη είναι μια ενδιαφέρουσα μεταφορική εικόνα σε μια συνάντηση, τον Οκτώβριο του 1978, μεταξύ του τούρκου πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ και του πρέσβη Δημήτρη Κοσμαδόπουλου. Κατά τον Ετζεβίτ, «μια αμφίστομη δαμόκλειος σπάθη» αιωρείται πάνω από τις δύο χώρες και τους λαούς τους. Οι Τούρκοι ζουν με «τον συνεχή εφιάλτη του στραγγαλισμού εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα», πρόκειται για «το φάντασμα της ελληνικής λίμνης», που οδηγεί την Τουρκία σε «κρίση κλειστοφοβίας». Οι Ελληνες από την πλευρά τους διακρίνουν «έναν νεοοθωμανικό επεκτατισμό που απειλεί την κυριαρχία τους στα νησιά», κάτι που τους οδηγεί σε «ψύχωση ότι τα νησιά θα αρπαχθούν», γι’ αυτό και η οχύρωση των νησιών, ενώ, κατά τον Ετζεβίτ, η Τουρκία δεν απειλεί τα νησιά και κατά συνέπεια οι οχυρώσεις είναι παντελώς άχρηστες. Και οι δύο συνομιλητές συμφώνησαν ότι αυτή η αίσθηση αμοιβαίας απειλής είναι το κρίσιμο σημείο (the crux) της ελληνοτουρκικής διένεξης στο Αιγαίο και ότι αν αντιμετωπιστούν αυτοί οι γνήσιοι φόβοι θα επιλυθούν και τα άλλα ζητήματα που εκκρεμούν μεταξύ των δύο κρατών και οι σχέσεις τους επιτέλους θα ομαλοποιηθούν.

Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών των δύο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, τον Φεβρουάριο του 1979, των πρέσβεων Βύρωνα Θεοδωρόπουλου και Şükrü Elekdağ, όταν ασχολήθηκαν με το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (που η Αγκυρα θεωρεί παράνομη), ο Θεοδωρόπουλος ισχυρίστηκε ότι μια τουρκική εισβολή και κατοχή ελληνικών νησιών είναι πολύ πιθανή.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων. Το παρόν άρθρο στηρίζεται στο πρόσφατο βιβλίο του «Nationalism, National Identity and Conflict in Southeast Europe: Towards a Comparative Approach»

(Λονδίνο: Transnational Press, 2025)