Στην πολύτιμη στήλη «ΤΑ ΝΕΑ του 20ού αιώνα», της εφημερίδας μας που επιμελείται ο Γεώργιος Π. Μαλούχος και αναδημοσιεύονται ειδήσεις σε σχέση με γεγονότα ευρύτατης πολιτικής, κοινωνικής και καλλιτεχνικής σημασίας διαβάσαμε στο φύλλο της 26ης Νοεμβρίου του 1964. «Τον Οκτώβριο του 1965 ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Αλίκη Γεωργούλη και οι συνεργάτες τους θα μεταβούν στο Ανατολικό Βερολίνο για να παρουσιάσουν στη σκηνή του “Μπερλίνερ Ανσάμπλ” την “Αντιγόνη” του Σοφοκλή στη διασκευή του Μ. Μπρεχτ. Προηγουμένως, τον Μάιο, η Αλίκη Γεωργούλη, ο Γιάννης Καρύδης (που θα φιλοτεχνήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια) και η διευθύντρια του θεάτρου Τούλα Κοκώση θα μεταβούν στο Βερολίνο για την προεργασία του ανεβάσματος».
Αν μας καθήλωσε η αναδημοσίευση της είδησης αυτής, όπως και πλείστες άλλες της σχετικής στήλης, είναι γιατί απεικονίζει με τον εναργέστερο τρόπο πως δεν υπάρχει άλλο μέσο στον κόσμο που να προκαλεί τόση συγκίνηση όσον αφορά την «επαναφορά» στις μέρες μας ενός γεγονότος που έχει συντελεστεί πριν από πενήντα, εξήντα ή εβδομήντα χρόνια, όσο μια εφημερίδα. Δεν είναι γιατί η επαναφορά αυτή γίνεται χάρη σε ένα μέσον που είχε κάνει για πρώτη φορά γνωστό το γεγονός αυτό, είναι γιατί η έντυπη μορφή αυτής της επαναφοράς το κάνει σχεδόν χειροπιαστό, σαν να συνέβη μόλις χθες. Οπως συνδράμει επίσης, το αναπόφευκτο στοιχείο της αναπόλησης να μη συνδέεται πια μόνο με κάτι συγκεκριμένο, όπως ήταν η μετάβαση ενός θιάσου σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά να συμπαρασύρει, επαναφέροντάς τα σαν μια ζωντανή πραγματικότητα, ένα πλήθος περιστατικών τόσο ίδιων αλλά και τόσο διαφορετικών για τον καθένα μας, που συμβαίνει να έχουμε ζήσει ως παιδιά, ως έφηβοι, αλλά και ως ενήλικοι τις μνημονευόμενες δεκαετίες.
«Υπάρχει μια βαθύτερη δικαιοσύνη / στον ύπνο και στον θάνατο», λέει ένας στίχος του αλησμόνητου θεατρανθρώπου και ποιητή Δημήτρη Ποταμίτη. Θα συμπληρώναμε «και στη ζωή», αν δεν αισθανόμασταν τη συμπλήρωση αυτή να αδυνατίζει την κυριολεκτική σημασία του έξοχου αυτού στίχου. Ομως χωρίς την εφημερίδα θα ήταν αδύνατον να μνημονευθεί ξανά και μάλιστα εξήντα χρόνια αργότερα το όνομα της Τούλας Κοκώση, οικονομικής διευθύντριας πολλών θιάσων της εποχής, που αν δύο τουλάχιστον άνθρωποι του θεάτρου σήμερα, η Ξένια Καλογεροπούλου και ο Σταμάτης Φασουλής, κατέγραφαν τις αναμνήσεις τους σε σχέση με την Κοκώση, θα σχηματιζόταν ένα βιβλίο αντίστοιχο σε μέγεθος με μια εκτεταμένη νουβέλα. Οταν τόσο σημαντικά και μεγαλόπνοα έργα, ταυτόχρονα όμως και με μεγάλες καταστροφές, έχει προκαλέσει η ανάγκη της υστεροφημίας, θα ήταν αδύνατον να αρνηθούμε τη σημασία της, όπως, έστω και με μια απλή μνεία την εξασφαλίζει για λίγες έστω ώρες η εφημερίδα. Η εφημερίδα ακριβώς, που όσο και αν ως λέξη προϋποθέτει πως όλα θα ξεχαστούν (σύμφωνα και με τον στίχο ενός άλλου πολύ σημαντικού αλλά ξεχασμένου ποιητή, του Δημήτρη Δούκαρη, που έχει γράψει πως «Ολα κάποτε θα τα σκεπάσει το αλμυρό νερό»), ταυτόχρονα με το να είναι και κάτι τόσο χειροπιαστό – η εφημερίδα – αναδεικνύει με έναν παράδοξο τρόπο πως όλα θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Και ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος να ολοκληρωθεί η επιφυλλίδα αυτή, όπως ξαναδιαβάζοντάς την συναντάμε τα ονόματα τόσων φίλων πεθαμένων και ζωντανών (Αλίκη Γεωργούλη, Δημήτρη Ποταμίτη, Δημήτρη Δούκαρη, Ξένια Καλογεροπούλου, Σταμάτη Φασουλή) παρά ανατρέχοντας στη σημαδιακή φράση ενός πρόσφατου κειμένου στην καθημερινή στήλη της φίλης Πέπης Ραγκούση πως «Η πολιτική ιστορία ενός τόπου δεν είναι στιγμιότυπα με ημερομηνία λήξης». Οπως ακριβώς συμβαίνει και με τις ζωές των ανθρώπων. Αν και καταδικασμένες να ξεχαστούν, η σύμφυτη δραματικότητά τους επιβάλλει να αντιμετωπίζονται με το σεβασμό όπως κάθε τι που πρόκειται να ζήσει αιώνια. Με την εφημερίδα, να υπομνηματίζει με τον πλέον εναργή τρόπο καθημερινά, τη νοσταλγία για μια διάρκεια που αν και δεν μας έχει επιδαψιλευτεί, γεννιόμαστε ωστόσο όλοι οι άνθρωποι με τον καημό της.







