Τις τελευταίες ημέρες γίνεται μια δημόσια συζήτηση για τον δημοσιονομικό προγραμματισμό της χώρας για τα έτη 2026-2029. Κατά τις κυβερνητικές προβλέψεις, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων το 2026 υπολογίζεται στο 10,2% αλλά, μετά τη λήξη των ευνοϊκών χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης (που τροφοδοτούν και το ρεκόρ απευθείας αναθέσεων), προβλέπεται να υποχωρήσει στο 4,1% το 2027 και να κάνει μια βουτιά στο 0,9% το 2028 και 0,8% το 2029. Αντίστοιχα φθίνουσα πορεία προβλέπεται για την ανάπτυξη και την κατανάλωση.

Απαντώντας στην ανησυχία που εκφράστηκε για τα παραπάνω, ο Άκης Σκέρτσος έκανε λόγο για «δεκάδες» μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της δημόσιας διοίκησης. Δυστυχώς αμφισβητούνται. Για τις επιδόσεις του κράτους δικαίου τα λόγια περιττεύουν. Για την πολυπλοκότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η τελευταία έκθεση του TMF Group δίνει και πάλι στην Ελλάδα την αρνητική πρωτιά, επικαλούμενη τις «συνεχιζόμενες νομοθετικές αλλαγές». Διαβάζουμε, επίσης, στην ανάλυση του Δείκτη Παγκόσμιου Οργανωμένου Εγκλήματος ότι η Ελλάδα είναι κόμβος για διεθνή κυκλώματα κι έχουν ενταθεί οι απάτες, η φοροδιαφυγή και οι καταχρήσεις στην Golden Visa, γεγονός που οι ερευνητές αποδίδουν στη διαφθορά ή την αναποτελεσματικότητα κρατικών φορέων. Αυτά η κυβέρνηση θέλει να τα αγνοήσουμε. Εξάλλου τα στατιστικά είναι καλά μόνο όταν την ευνοούν κι ενίοτε αμφισβητούν ευθέως ακόμη και την ΕΛΣΤΑΤ.  Τι να υποθέσουμε, άρα, όταν ο κ. Σκέρτσος γράφει ότι «η κριτική για την επόμενη μέρα του ΤΑΑ εκπορεύεται επίσης από μια σχολή σκέψης που βρίσκεται καθηλωμένη στην προχρεοκοπική Ελλάδα»; Η κυβέρνηση δεν είναι που αποδίδει καθετί αρνητικό ως αποτέλεσμα των «χρόνιων παθογενειών»; Για τι πράγμα μας μαλώνει; Για τη νοοτροπία την οποία επικαλούνται όποτε τους συμφέρει;

Απλώς επιδίδεται στο επικοινωνιακό παιχνίδι στο οποίο η κυβέρνηση αυτή διαπρέπει: την αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Το μέλλον της οικονομίας είναι ένας υπαρκτός προβληματισμός. Αντί να απαντά με πραγματικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα, την κατανομή και την κοινωνική απόδοση των έργων του ΤΑΑ και για την πορεία της ανάπτυξης, μας κατηγορεί απλώς ότι «σκεφτόμαστε λάθος». Μακάρι να έχει δίκιο. Αυτή η αντιμετώπιση, όμως, δεν καθησυχάζει. Κάθε άλλο. Το ύφος της εξουσίας προς τους πολίτες που ζουν ακόμη με το τραύμα της κρίσης, προδιαθέτει αρνητικά για τις προτεραιότητές της.