Πέρυσι, στα ογδοηκοστά του γενέθλια, του λέγαμε όλοι, και το πιστεύαμε, ότι θα είναι ανάμεσά μας πολλά χρόνια ακόμα, ένας αιώνιος έφηβος ήταν, την ίδια εκείνη ημέρα είχαν ανακοινωθεί οι συναυλίες του στο Rock Wave της Μαλακάσας και της Θεσσαλονίκης, θα διέψευδε λοιπόν και τα δύο σκέλη των θρυλικών στίχων του Ιαν Αντερσον «too old το rock’ n roll, too young to die», κι όταν σταματούσε τις συναυλίες θα ήταν μαζί μας με τα τραγούδια του, με τις ιστορίες του, με τις συνεντεύξεις του, με τις απόψεις που πάντα εξέφραζε ανεξαρτήτως αν θα ήταν αρεστές ή όχι. Πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, υποσχόταν κι εκείνος. Αλλά ο Διονύσης Σαββόπουλος παραβίασε την υπόσχεσή του. Αύριο, στα ογδοηκοστά πρώτα του γενέθλια, δεν θα είναι μαζί μας.

Το μνημόσυνο που έγινε χθες στο Α’ Νεκροταφείο δεν είχε δημοσιογραφικό «ενδιαφέρον». Αδειες καρέκλες αυτή τη φορά δεν υπήρχαν για να τροφοδοτήσουν πολιτικές αντιπαραθέσεις, να ακούσουμε κάποιους αριστερούς να λένε απίθανες αρλούμπες για το πώς τους πρόδωσε ο Διονύσης ή για το ότι δεν ήθελαν να φωτογραφηθούν δίπλα στον Μητσοτάκη και κάποιους δεξιούς να υποστηρίζουν ότι το να είσαι αριστερός έχει καταλήξει να μην είσαι Ελληνας ή ότι οι αριστεροί είναι μίζεροι, ξέρουν μόνο να τσακώνονται και να διασπώνται. Γενικά δεν ήταν παρόντες πολιτικοί, όπως δεν είχε και κάμερες. Καμία μπάντα δεν έπαιξε τον Καραγκιόζη. Η τελετή ήταν σεμνή, αθόρυβη, λιτή.

Και στο τέλος, ο ιερέας που χοροστάτησε τα είπε όλα: «Θα θυμόμαστε για πάντα τον Διονύση Σαββόπουλο, κάτι που συμβαίνει με πολύ λίγους ανθρώπους». Θα έλεγε κανείς ότι το είπε τυπικά, για να ευχαριστήσει ας πούμε την οικογένεια, την Ασπα, μια γυναίκα τόσο θλιμμένη και τόσο αξιοπρεπή, τον Ρωμανό, που σχεδίασε τον υπέροχο τάφο του πατέρα του, ή τον Ανδρέα, που έμελλε να γιορτάζει στο μνημόσυνο του παππού του. Ομως όχι, αν τον παρατηρούσες την ώρα που το έλεγε ήξερες ότι το εννοούσε.

«Η γενιά μου απέτυχε πολιτικά», γράφει ο Διονύσης κάπου στο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδ. Πατάκη). Φαίνεται όμως – συνεχίζει λίγο αργότερα – «πως ό,τι φαντάσματα και να είχε κατασκευάσει το μυαλό μας, η καρδιά έλεγε πάλι την αλήθεια με τη δική της μυστική παιδεία. Κουτσά στραβά ακολουθήσαμε τον δρόμο της καρδιάς, ώσπου μπήκαμε και εμείς μαζί με τα τραγούδια μας στη λεγόμενη κανονικότητα και κάναμε εγγόνια και παιδιά. Οσοι έχετε να σας ζήσουν. Και όσοι είστε ακόμα πολύ νέοι, καλό δρόμο, πουλάκια μου, και καλή αποκατάσταση».

Μεγάλη υπόθεση να ακολουθείς τον δρόμο της καρδιάς. Από τα παιδικά σου χρόνια στη Θεσσαλονίκη μέχρι την τελευταία σου κατοικία με θέα την Ακρόπολη, και χαραγμένο πάνω της έναν συγκλονιστικό χορευτή του Αλέξη Κυριτσόπουλου.