«Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα. Τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί». Η λογοτεχνική φράση είναι γοητευτική. Ισχύει, όμως, και για το τόσο πρόσφατο παρελθόν, για όσα έγιναν πριν από δέκα μόλις χρόνια;
Μπορεί και όχι. Η πολυσυζητημένη, πριν καν κυκλοφορήσει, «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα άνοιξε, όπως ήταν φυσικό, και πάλι τη συζήτηση για το κρίσιμο και μοιραίο εξάμηνο του 2015. Εξυσε πληγές, ξύπνησε πάθη κοιμισμένα και έφερε πάλι στο προσκήνιο – ή έστω στο μυαλό του αναγνώστη – όλα εκείνα τα υποθετικά ερωτήματα, εκείνα τα «τι θα είχε γίνει, αν…», που όχι τώρα εκ των υστέρων, αλλά από τότε, στην ώρα τους, είχαν τεθεί. Και, φυσικά, δεν έχουν απάντηση.
Τι θα είχε γίνει, για παράδειγμα, αν ο Αλέξης Τσίπρας είχε ακούσει τη συμβουλή του Βενιζέλου, «μη βιαστείς, άσε την παρούσα κυβέρνηση να ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση για την έξοδο από το δεύτερο πρόγραμμα, γιατί θα πάθεις ό,τι έπαθε το ΠΑΣΟΚ που βιάστηκε το 2009»; Αν είχε ακούσει και των οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ, του Τσακαλώτου, του Δραγασάκη και του Σταθάκη, τις επιφυλάξεις και δεν είχε επιδιώξει να αξιοποιήσει τις εκλογές για Πρόεδρο Δημοκρατίας, ως ευκαιρία για πρόωρες εκλογές; Αν είχε υποχρεωθεί η κυβέρνηση Σαμαρά να πιει το πικρό ποτήρι των τελευταίων μέτρων του δεύτερου μνημονίου και ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε – που ασφαλώς θα κέρδιζε – τις εκλογές στην ώρα τους και με «καθαρό διάδρομο»;
Ο ίδιος ο Τσίπρας δίνει μια απάντηση στο βιβλίο του: «Οταν η Ιστορία σου χτυπά την πόρτα πρέπει να την ανοίξεις, αν δεν το κάνεις, μπορεί να μην την ξαναβρείς μπροστά σου». Αλλά αμφιβάλλω αν και ο ίδιος το πιστεύει πια.
Τι θα είχε συμβεί, έπειτα, αν ο Τσίπρας είχε ακούσει την καλοπροαίρετη συμβουλή «κάν’ το όπως ο Λούλα»; Αν είχε, δηλαδή, μιμηθεί τον πρόεδρο της «πρώτης φοράς Αριστερά» στη Βραζιλία, ο οποίος εξελέγη με τη χώρα του σε πρόγραμμα λιτότητας του ΔΝΤ, εφάρμοσε τα δύσκολα μέτρα που απέμεναν, χωρίς να χάσει χρόνο σε ατέρμονες «ηρωικές διαπραγματεύσεις», κι ύστερα είχε καθαρό χρόνο θητείας για να δοκιμάσει να εφαρμόσει ένα δικό του πρόγραμμα κοινωνικής δικαιοσύνης και ελάφρυνσης της φτώχειας;
Τι θα είχε γίνει αν, αμέσως μετά τον πρώτο συμβιβασμό του Φεβρουαρίου 2015, όταν συμφωνήθηκε η τετράμηνη παράταση του προγράμματος, ο Αλέξης Τσίπρας είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και το κεφάλαιο συμπάθειας που διατηρούσε σε ένα σημαντικό τμήμα του ευρωπαϊκού πολιτικού κόσμου, όχι για να «κερδίσει χρόνο» αλλά για να διαπραγματευθεί πραγματικά έναν συμβιβασμό – κατά πάσα βεβαιότητα καλύτερο από αυτόν στον οποίο υποχρεώθηκε πέντε μήνες αργότερα – πριν επέλθει η δημοσιονομική ασφυξία και το έμφραγμα στις τράπεζες, πριν οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να σχεδιάζουν «σχέδια Β’» και ο Σόιμπλε βάλει την Ελλάδα με την πλάτη στον τοίχο με την ενεργοποίηση της βόμβας Grexit;
Αν θέσει κανείς αυτό το υποθετικό ερώτημα στο Chat GPT, θα πάρει ως απάντηση την εκτίμηση πως: Η Ελλάδα θα είχε βγει από τα προγράμματα λιτότητας νωρίτερα, με μικρότερη κοινωνική εξάντληση και καλύτερο επενδυτικό κλίμα, η οικονομία της θα υπέφερε λιγότερο, οι τράπεζες δεν θα είχαν υποστεί αιμορραγία, η πολιτική ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν σταθερότερη και διαρκέστερη, χωρίς την ταπείνωση του Ιουλίου και ο δρόμος για την επιστροφή της ΝΔ στην εξουσία θα ήταν πολύ δυσκολότερος. Επιπλέον, λέει η ΤΝ, μπορεί και το δημοψήφισμα για το Brexit, έναν χρόνο αργότερα, να είχε διαφορετική έκβαση, καθώς η Ευρώπη δεν θα είχε χρεωθεί το ελληνικό δράμα.
Αλλά αυτά τα λέει η Τεχνητή Νοημοσύνη. Ο ίδιος ο Τσίπρας, στο βιβλίο του, επαναλαμβάνει ότι απέρριπτε τις προτάσεις για συμβιβασμό με το επιχείρημα ότι «ο ελληνικός λαός τον είχε ψηφίσει για το ακριβώς αντίθετο». Επειδή δεσμευόταν, δηλαδή, από την προεκλογική του ρητορική και δυσκολευόταν να την απαρνηθεί. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα καλό πολιτικό μάθημα, για μέλλοντες και επίδοξους κυβερνήτες: προσέχετε τι υπόσχεστε, γιατί η προεκλογική ποίηση συχνά βάζει τρικλοποδιά και εκτροχιάζει την κυβερνητική πρόζα.
Κι ένα ακόμη υποθετικό ερώτημα: τι θα είχε γίνει αν ο Τσίπρας είχε διαλέξει κυβερνητικό εταίρο πιο σοβαρό και αξιόπιστο από τους ΑΝΕΛ του Καμμένου, τον Ιανουάριο του 2015; Ο ίδιος τώρα παραδέχεται ότι είχε υποτιμήσει «το πόσο αρνητικός θα ήταν ο αντίκτυπος της σύμπραξης με τους ΑΝΕΛ στην Ευρώπη». Οτι μόνον αργότερα το κατάλαβε, «κατά τις επαφές με τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες από τους οποίους αναζητούσε στήριξη». Αλλά έκανε την ίδια επιλογή και τον Σεπτέμβριο, χωρίς να προσφέρει στο βιβλίο του καμιά πειστική δικαιολογία για αυτό. Και μάλλον δεν συνειδητοποιεί ούτε τώρα τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις εκείνης του της επιλογής. Η οποία μεταβόλισε μια ισχυρά ριζωμένη κουλτούρα στον πολιτικό οργανισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Οδήγησε στις κακοήθεις εξουσιαστικές δυσπλασίες της δεύτερης θητείας. Και, το χειρότερο, αιχμαλώτισε τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την «πολυτελή ήττα» του 2019, σε μια αδρανή αντιπολίτευση, σ’ έναν μίζερο «σοσιαλμιντιακό αντι-μητσοτακισμό». Εμπόδισε, με αφανή αλλά δραστικό τρόπο, τον μετασχηματισμό του σε μια αντιπολίτευση με προγραμματικό ορίζοντα και προοπτική επιστροφής στη διακυβέρνηση. Ο,τι, δηλαδή, λέγεται ότι επιχειρεί τώρα, εκ των υστέρων και με πολύ δυσμενέστερους όρους, ο Αλέξης Τσίπρας. Μ’ ένα βιβλίο και, αργότερα, ίσως και με ένα νέο, υπό κατασκευή πολιτικό υποκείμενο. Δύσκολα πράγματα.
Οι υποθετικές ερωτήσεις, λέει ένας μεγάλος ιστορικός, ο Χοπσμπάουμ, ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής ή της ιδεολογίας, όχι στη σφαίρα της Ιστορίας. Μα ακόμη κι αν αμφισβητείται η επιστημονική τους νομιμότητα, βοηθούν μερικές φορές να κατανοήσουμε καλύτερα τα πραγματικά γεγονότα. Τα πράγματα θα μπορούσε πράγματι να έχουν εξελιχθεί αλλιώς. Μα ίσως πάλι, όπως λέει εκείνο το μελαγχολικό ποίημα του Καρυωτάκη, «όλα έπρεπε να ‘ρθουν όπως ήρθαν»…







