Η επικείμενη συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τον Πάπα Λέοντα ΙΔ’ στη Νίκαια της Μικράς Ασίας αποκτά ιδιαίτερο νόημα αν ιδωθεί μέσα από την ιστορική, κοινωνική και πολιτιστική προοπτική της χριστιανικής παραδόσεως, του λεγομένου Christendom. Πρόκειται για έναν μακρό ιστορικό σχηματισμό που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής και της εν γένει δυτικής ταυτότητας –της Ευρώπης, των ΗΠΑ και του αγγλοσαξονικού κόσμου – και ο οποίος αποτελεί ίσως το σημαντικότερο κοινό υπόβαθρο που εξακολουθεί να μας συνδέει σε επίπεδο αξιών, μνήμης και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας. Η Χριστιανοσύνη συνεχίζει να λειτουργεί ως πλαίσιο κοινής μνήμης, έστω και χωρίς ενιαία οργανωτική μορφή.

Η επιλογή της Νικαίας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Εκεί, το 325 μ.Χ., συγκλήθηκε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Εκκλησίας ως σύνοδος επισκόπων, με τυπική διαδικασία, διαλογικό χαρακτήρα, θεσμική εκπροσώπηση και διακριτή μεταχείριση δογματικών και κανονικών ζητημάτων: τα δόγματα θεμελιώθηκαν με ομοφωνία, οι ιεροί κανόνες θεσπίστηκαν κατά πλειοψηφία. Το πρότυπο αυτό προϊδεάζει – σε εμβρυακή μορφή – για διαδικασίες συλλογικής αντιπροσωπευτικής διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων, στοιχεία που αποτελούν ιστορικό θεμέλιο της λειτουργίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στη Δύση. Αλλωστε, η Νίκαια, ως πόλη του μικρασιατικού ελληνισμού, υπήρξε για αιώνες χώρος όπου ο ελληνικός λόγος και η χριστιανική διδασκαλία συναντήθηκαν δημιουργικά, στοιχείο που εξηγεί και την ιστορική της καταλληλότητα για μια τόσο κρίσιμη σύνοδο.

Στο σημερινό περιβάλλον έντονων γεωπολιτικών εντάσεων και θρησκευτικά χρωματισμένων συγκρούσεων, η συνάντηση στη Νίκαια υπενθυμίζει τον ιστορικό ρόλο της Χριστιανοσύνης. Υπήρξε παράγοντας αξιών, μέτρο ισορροπίας και πλαίσιο εντός του οποίου αναδύθηκαν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η προσωπική ελευθερία και η ευθύνη απέναντι στο κοινό αγαθό.

Ως γνωστόν, οι εκκλησιολογικές και κανονικές διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης παραμένουν. Δεν ακυρώνουν, ωστόσο, τη μακρά διάρκεια της κοινής ιστορικής διαδρομής ούτε τη συμβολή της Χριστιανοσύνης στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού νομικοπολιτικού πολιτισμού. Αντιθέτως, η αναγνώρισή τους επιτρέπει μια νηφάλια και ώριμη θεώρηση, στην οποία η αυτοτέλεια των παραδόσεων συνδυάζεται με το κοινό καθήκον απέναντι στις προκλήσεις της εποχής. Η Νίκαια, τόπος συγκρότησης της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας και μήτρα του ευρωπαϊκού δικαιικού ορίζοντα, προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο.

Η επικείμενη σύμπραξη δεν επιδιώκει θεαματικές τομές. Αναδεικνύει, όμως, ότι η Χριστιανοσύνη – ως ιστορικό και πνευματικό μέγεθος – εξακολουθεί να λειτουργεί ως αντίβαρο σε φαινόμενα θρησκευτικού λαϊκισμού, βίας και απολυτοκρατίας. Υπό αυτή την έννοια, η Νίκαια δεν αποτελεί απλώς τόπο μνήμης· αποτελεί μια επίκαιρη υπόμνηση ευθύνης.

Ο Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής είναι καθηγητής Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Ακαδημίας Volyn Ουκρανίας, επισκέπτης καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών