Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ έζησε την επανάσταση, ή τουλάχιστον ό,τι κοντινότερο στην επανάσταση μπορούσε να ζήσει κάποιος που γεννήθηκε στη Δυτική Ευρώπη αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντως κυριολεκτικά στην καρδιά του γαλλικού Μάη του 1968, αλλά και ακολουθώντας όλες τις διαδρομές των επαναστατικών ρευμάτων στα χρόνια που ακολούθησαν, αποφεύγοντας τον δρόμο της εκποίησης της ίδιας του της ιστορίας, όπως έκαναν αρκετοί εκ των επωνύμων εκείνης της γενιάς.
Εζησε και την ήττα της επανάστασης, ή τουλάχιστον την καταναγκαστική αντεπανάσταση που έγινε το σήμα κατατεθέν του κυρίαρχου λόγου μετά το 1989, αυτή την απαγόρευση της σκέψης ότι μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική διαδρομή. Και αντιστάθηκε σε αυτή την απαγόρευση όχι μόνο με την επίμονη και διαρκή στράτευσή του, αλλά και με μια διανοητική αναμέτρηση με ένα στοίχημα που όπως σημείωνε σε ένα βιβλίο του 1997 είναι «αναγκαστικά μελαγχολικό, αφού τα ζάρια κυλούν πάντα σε λάθος χρόνο, πάντα πολύ αργά, πάντα πολύ νωρίς, όταν το αναγκαίο και το πιθανό δεν συμφωνούν πια ή δεν έχουν συμφωνήσει ακόμα. Ωστόσο, κυλούν, με τη σαφή συνείδηση της απίθανης επιτυχίας, με τον αποδεκτό κίνδυνο του κακού αριθμού και της καταστροφικής κλήρωσης».
Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη τη διαδρομή του, το θέμα του χρόνου και της ιστορίας τον απασχολεί, άλλωστε γράφει κάπου ότι όπου υπάρχει πραγματικά στρατηγική σκέψη, «η πολιτική συνωμοτεί με την ιστορία». Εχει όμως επίγνωση ότι ο χρόνος της ιστορίας, άρα και της πολιτικής δεν είναι ενιαίος ως προς τον ρυθμό του, καθώς άλλοτε μοιάζει αργός και ακίνητος και άλλοτε επιταχύνει, κάτι που κάποιες στιγμές σημαίνει ότι πρέπει να συνδυαστούν «η ανυπομονησία της δράσης και η βραδύτητα της σκέψης».
Ομως, αυτή η εμπιστοσύνη στο ότι η ιστορία έχει τελικά μεγαλύτερη φαντασία, μεγαλύτερες δυνατότητες από αυτές που διακρίνουμε, είναι ακριβώς που επιτρέπει να υπάρχει όντως πολιτική, πιο σωστά μια πολιτική που να μην είναι απλή απολογία του παρόντος, αλλά μια στρατηγική τέχνη. Οπως σημείωνε σε ένα βιβλίο του 2009: «Η μεταμοντέρνα κατάρρευση του ιστορικού ορίζοντα, η συρρίκνωση του χρόνου γύρω από ένα παρόν χωρίς παρελθόν και μέλλον, συμβάλλουν αναπόφευκτα στην κρίση της στρατηγικής λογικής. Δηλαδή της πολιτικής, η οποία δεν είναι ούτε επιστήμη της διοίκησης ούτε τεχνολογία των θεσμών, αλλά τέχνη των ευνοϊκών συγκυριών και της απόφασης».
Η νέα έκδοση
Γι’ αυτόν τον λόγο και είναι παραπάνω από καλοδεχούμενη η πρόσφατη έκδοση τριών κειμένων του, σε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο «Δυνάμεις του κομμουνισμού και άλλα κείμενα», από τις εκδόσεις Επέκεινα, σε πολύ καλή μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου. Τα τρία από τα τέσσερα κείμενα του βιβλίου αφορούν αναγνώσεις του τοπίου του γαλλικού μαρξισμού, μια αποτίμηση του Ερνέστ Μαντέλ και ένα σχόλιο πάνω στη δύσκολη σχέση του Μισέλ Φουκώ με την πολιτική, ενώ το πρώτο κείμενο, που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου, γραμμένο τον Οκτώβριο του 2009 ήταν ένα από τα τελευταία που έγραψε πριν από τον θάνατό του τον Ιανουάριο του 2010 σε ηλικία 63 ετών.
Ως αναγνώστης των διαδρομών της θεωρίας ο Μπενσαΐντ είναι πάντα οξυδερκής. Σημειώνει για παράδειγμα για τον Αλτουσέρ: «Η αλτουσεριανή χειρονομία της επιστημολογικής τομής εγκαινίαζε μια ελευθερία. Αυτή η ελευθερία είχε το τίμημά της, το οποίο ήταν υπερβολικό. Μια θεωρία χειραφετημένη από την πολιτική; Ασφαλώς. Αλλά σε τέτοιο βαθμό ώστε να εγκλείεται στο περίκλειστο περιβάλλον της δικής της «θεωρητικής πρακτικής», κρατώντας σεβάσμια απόσταση από την πρακτική νέτα σκέτα. Σε αυτή την ένοπλη ειρήνη μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, η πολιτική παρέμεινε στα πολιτικάντικα χέρια της ηγεσίας του κόμματος». Αντίστοιχα, στο κείμενο τις «(Α) πολιτικές του Φουκώ», υπογραμμίζει πώς η δυσθυμία του απέναντι σε συνολικά αιτήματα επαναστατικού μετασχηματισμού έχει να κάνει και με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον Μαρξ: «Αυτό που απορρίπτει έτσι μέσω της λέξης προφητεία δεν είναι τίποτα άλλο από τον επιτελεστικό (στρατηγικό!) λόγο του Μαρξ, το μη μαντικό αλλά προφητικό του νόημα. Πράγματι, τι θα απέμενε τότε από μια πολιτική δίχως πρόγραμμα, από ένα κίνημα δίχως σκοπό, από ένα τεντωμένο τόξο και από ένα βέλος που δεν σημαδεύουν πλέον κανέναν στόχο;».
Η ζημιά στη λέξη «κομμουνισμός»
Στο κείμενο για τις «δυνάμεις του κομμουνισμού», ο Μπενσαΐντ, αφού παραδεχτεί ότι «οι λέξεις της χειραφέτησης δεν βγήκαν αλώβητες από τις θύελλες του περασμένου αιώνα» και ότι «από όλες τις λέξεις που μέχρι πρότινος κουβαλούσαν μεγάλες υποσχέσεις και όνειρα για το μέλλον, η λέξη κομμουνισμός υπέστη τη μεγαλύτερη ζημιά, επειδή τη σφετερίστηκε η γραφειοκρατική κρατική σκοπιμότητα και την υποδούλωσε ένα ολοκληρωτικό εγχείρημα». Ωστόσο, επιμένει ότι είναι λέξη που «διατηρεί περισσότερο ιστορικό νόημα και το πιο εκρηκτικό προγραμματικό φορτίο» ακριβώς γιατί παραπέμπει στη διαμοίραση και την ισότητα, την από κοινού άσκηση της εξουσίας, την αλληλεγγύη απέναντι στον εγωιστικό υπολογισμό, την υπεράσπιση των κοινών αγαθών και της φύσης απέναντι στη «γενικευμένη αρπαγή και ιδιωτικοποίηση του κόσμου».
Ωστόσο, σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι ο κομμουνισμός δεν είναι ούτε απλώς μια «ιδέα», ούτε το όνομα ενός τρόπου παραγωγής ή ενός καθεστώτος, αλλά το «όνομα μας κίνησης που αδιάκοπα υπερβαίνει/καταργεί την κατεστημένη τάξη πραγμάτων». Γι’ αυτό και επιμένει ότι «δεν συνιστά επιστημονική γνώση του σκοπού και της διαδρομής, αλλά ρυθμιστική στρατηγική υπόθεση. Κατονομάζει, αδιαχώριστα, το απερίσταλτο όραμα ενός άλλου κόσμου με δικαιοσύνη, ισότητα, αλληλεγγύη, τη διαρκή κίνηση που αποσκοπεί στην ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων κατά την εποχή του καπιταλισμού, και την υπόθεση που προσανατολίζει αυτή την κίνηση προς μια ριζικά αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και εξουσίας».
Στο κατώφλι της αναταραχής
Σε ένα βιβλίο του 2009 ο Μπενσαΐντ σημείωνε: «Στο κατώφλι μιας αναταραχής των ιστορικών χρόνων και των πολιτικών χώρων, η αβέβαιη μετάβαση ευνοεί καταστάσεις μόνιμης εξαίρεσης. Για τους κυρίαρχους, ο παγκόσμιος πόλεμος είναι η πιο ακραία μορφή της. Για τους κυριαρχούμενους, είναι καιρός να αντλήσουν διδάγματα από τις εμπειρίες και τις ήττες του περασμένου αιώνα, να ξαναρίξουν τα ζάρια της στρατηγικής λογικής και, όπως έλεγε ο Ντελέζ, να “ξεκινήσουν από τη μέση”».







