«Αν το έγραφε το 2019 που πήγε στην αντιπολίτευση, τα πάθη ήταν ακόμα πάρα πολύ “ζεστά”. Ισως τώρα αυτή η απόσταση των 10 ετών να είναι και πιο ψύχραιμη», ανέφερε ο εκδότης της «Ιθάκης» του Αλέξη Τσίπρα. Το βιβλίο του πρώην πρωθυπουργού, βέβαια, δεν είναι αντικειμενικό, δεν είναι η ιστορία των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, αλλά μια εκδοχή της. Ψύχραιμα ή όχι, στις 760 σελίδες που κυκλοφορούν τη Δευτέρα ο Τσίπρας περιγράφει εμπειρίες από την πολιτική του διαδρομή, από το 2006 και μετά. Και έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Ο ίδιος στον πρόλογο το περιγράφει ως «πράξη ευθύνης απέναντι στο παρελθόν» – κι αυτό δικαίωμά του είναι.
Ηδη από τις επίσημες προδημοσιεύσεις ο προσωπικός τόνος δείχνει τη διάθεση του συγγραφέα, ειδικά για όσα συνέβησαν το 2015. Στον πυρήνα του αφηγήματος βρίσκεται το συναισθηματικό άγος ενός πολιτικού που μοιάζει να έχει συναίσθηση των στιγμών και του αντίκτυπου των επιλογών του. Υπό αυτό το πρίσμα ενδεχομένως θα έπρεπε να κριθεί η «Ιθάκη», ως μαρτυρία ενός βασικού πρωταγωνιστή που γίνεται σημαντική λόγω της βαρύτητας των γεγονότων με τα οποία καταπιάνεται. Ο Τσίπρας, επί της ουσίας, ζητάει και από τους αναγνώστες του την ίδια ή ίσως περισσότερη ψυχραιμία από αυτή που επέδειξε ο ίδιος. Να δουν το βιβλίο με την ασφάλεια της απόστασης και να αποτιμήσουν τα γεγονότα γνωρίζοντας όλες τις πλευρές.
Εκ των πραγμάτων, δεν θα τους πείσει όλους: η βιωμένη αλήθεια δύσκολα αλλάζει από μια αφήγηση. Πώς θα μπορούσε μια πολιτική του αντίπαλος, όπως ας πούμε η Αννα Διαμαντοπούλου, να συγκινηθεί από τα τρία κεριά που του θύμισαν πως ξέχασε τα γενέθλια του γιου του, όταν – όπως είπε χθες – έχει ακούσει τον δικό της γιο να της περιγράφει τι έλεγαν στο σχολείο για τις κρεμάλες της πλατείας Συντάγματος; Αρκούν δέκα χρόνια για τους βουλευτές που φυγαδεύονταν από την πίσω πόρτα της Βουλής και προπηλακίζονταν έξω από τα σπίτια τους; Το κυριότερο: τη δική τους μαρτυρία την άκουσε ποτέ κανείς με ψυχραιμία; Της επέδειξε ποτέ κανείς κατανόηση; Ποιον λεκέ, ποιο σημάδι κουβαλούν ακόμη εκείνοι που μπορεί να μην έγιναν πρωθυπουργοί, αλλά είδαν το όνομά τους σε λίστες «προδοτών»;
Ακόμα και αυτή, θα ήταν μια χρήσιμη συζήτηση. Θα λειτουργούσε συμφιλιωτικά, σαν μια προσπάθεια η ελληνική κοινωνία να καταλάβει όντως τι της συνέβη – και όλοι οι πρωταγωνιστές της να βάλουν μια τελεία, χωρίς να χρειάζεται κανείς να αλλάξει την άποψή του. Ομως δεν θα γίνει έτσι: το βιβλίο Τσίπρα γράφεται «σε ενεστώτα χρόνο», για τη «διεκδίκηση του δικαιώματος στο μέλλον». Είναι μια μαρτυρία που θα ήθελε να γίνει ιστορία, θα ήθελε να είναι εθνικό αφήγημα. Και είναι σημείο καμπής για την επιστροφή του συγγραφέα της στην ενεργό δράση, διαμορφώνοντας τα δεδομένα και τις συμμαχίες του. Ο συναισθηματισμός, άρα, θα μείνει στις σελίδες του βιβλίου του. Η κριτική θα είναι πολιτική, θα είναι σκληρή και θα είναι αναπόφευκτη. Μπορεί τον Τσίπρα να τον βοηθήσει στον σκοπό του, μπορεί για εκείνον να είναι πράξη λυτρωτική, το τελικό βήμα ενός rebranding που βρίσκεται επιμελώς στα σκαριά εδώ και καιρό. Για ένα πολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε από την κρίση και μετά, και από εκείνον (αλλά όχι μόνο), συνηθισμένο πια στην πόλωση και την τοξικότητα, δεν υπάρχει τομή – θα είναι απλώς Δευτέρα.







