Η κυβέρνηση βρίσκεται στη χειρότερη δημοσκοπική της στιγμή – χειρότερα και από την περασμένη άνοιξη «των Τεμπών». Το χαρτί του «μονόδρομου» και της απουσίας εναλλακτικής θα παιχτεί έως το τέλος. Το αφήγημα παραμονής στην εξουσία αφορά την εσωτερική και γεωπολιτική σταθερότητα και τον πιθανό αντίκτυπο μιας παρατεταμένης ρευστότητας στην οικονομία. Ο κ. Μητσοτάκης θα προβάλλει τη σύγκριση βασικών οικονομικών μεγεθών του 2019, που ανέλαβε την πρωθυπουργία, με τις τρέχουσες επιδόσεις. Είναι μια σύγκριση εύλογη, δελεαστική και εκλογικά καταστροφική.

Το οικονομικό success story έχει αντικειμενική βάση. Θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Γρήγορη ανάκαμψη μετά την πανδημία. Διαδοχικά ρεκόρ εισπράξεων στον μόνο ουσιαστικά ανταγωνιστικό τομέα της χώρας, τον τουρισμό. Μείωση της ανεργίας. Σταθερά πτωτικό δημόσιο χρέος, μεγάλη αύξηση των φορολογικών εσόδων, υγιή δημόσια οικονομικά. Στην καθημερινότητα πολλοί (ιδίως στα αστικά κέντρα) αναρωτιούνται «γιατί και ποιοι» είναι δυσαρεστημένοι, βλέποντας ενδείξεις παλιάς ευημερίας: ακινητοποιημένα αυτοκίνητα στους δρόμους, γεμάτα τραπέζια σε άπειρα καταστήματα εστίασης, περισσότερα ταξίδια. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο περίπλοκη. Η ελληνική κοινωνία μετά την κρίση έχει χάσει παλιότερες ενοποιητικές ροές – είναι κατακερματισμένη σε μικρές συσσωματώσεις, που κινούνται περίπου αυτόνομα με μικρή αλληλεπίδραση. Δεν είναι τυχαίο ότι εμφανίζονται και τόσα πολλά κόμματα να τις αντιπροσωπεύσουν. Ο,τι αφορά μια κοινωνική ή επαγγελματική ή εισοδηματική ομάδα, ή μια γεωγραφική περιοχή, οποιουδήποτε είδους κόκκο, συνδέεται πολύ λιγότερο με τις άλλες που ευημερούν ή δυσπραγούν ακριβώς δίπλα της.

Η διαφορετική επίπτωση της ακρίβειας είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η οικονομική μεγέθυνση δημιουργεί πλούτο. Υπάρχει, φαίνεται, αλλά αφορά συγκεκριμένο – όχι μικρό, αλλά συγκεκριμένο – ποσοστό του πληθυσμού. Σε γενικές γραμμές μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ταυτίζεται με έναν σκληρό πυρήνα του 20% που διατηρεί στις σφυγμομετρήσεις η κυβερνητική παράταξη. Την εικόνα, όμως, θα διαμορφώσουν οι υπόλοιποι. Το 2000 ο μέσος Ελληνας χρειαζόταν περίπου έναν χρόνο για την αγορά αυτοκινήτου, σήμερα σχεδόν ενάμιση. Στην Αθήνα, το ενοίκιο για ένα δυάρι ήταν το ένα τρίτο του μέσου μισθού, σήμερα τα δύο τρίτα. Ακόμη πιο οδυνηρή η εσωτερική διαφοροποίηση του πληθωρισμού. Τα χρόνια της κρίσης ήταν αρνητικός (για τους λάθος λόγους), όμως ειδικά ο πληθωρισμός τροφίμων σταθερά χαμηλότερος από τον γενικό.

Από το 2019 έως σήμερα δεν υπάρχει χρονιά που ο πληθωρισμός στα τρόφιμα να μην είναι από μεγαλύτερος έως υπερδιπλάσιος του συνολικού πληθωρισμού. Η κυβέρνηση απαντά ότι αυτό είναι ένα διεθνές φαινόμενο. Ισχύει και γι’ αυτό ακολουθεί την πορεία δημοτικότητας άλλων πολιτικά συγκρίσιμων κυβερνήσεων: στη Γερμανία η δημοτικότητα Μερτς είναι στο 16%, στη Γαλλία η αποδοχή Μακρόν στο ιστορικά χαμηλό 11%, στη Βρετανία ο Στάρμερ κινδυνεύει να πέσει χωρίς κοινοβουλευτικό αντίπαλο (που για τον κ. Μητσοτάκη αποτελεί δυσάρεστη αναλογία).

Σε ένα παλιότερο (2007) επιστημονικό άρθρο, οι Χαρδούβελης και Θωμάκος είχαν δείξει πως χρειάζεται πάνω από ένα εξάμηνο ώστε η άνοδος του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης να μεταφραστεί σε θετικό για την επανεκλογή μιας κυβέρνησης αποτέλεσμα. Σήμερα, το επιτελείο του κ. Μητσοτάκη φαίνεται να πιστεύει ακόμη στη θεωρία της διάχυσης, ότι δηλαδή κάποια στιγμή μέρος της ευημερίας που απολαμβάνουν τα ευνοούμενα στρώματα θα μεταφερθεί σε ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας και του εκλογικού σώματος. Στην πράξη, ο θεωρητικός αυτοματισμός δεν έχει λειτουργήσει – και η Νέα Υόρκη δίνει ένα πρόχειρο, πρόσφατο παράδειγμα. Αλλά ακόμη κι αν η Ελλάδα μπορούσε να σταθεί εξαίρεση, είναι πολύ αμφίβολο αν για την κυβέρνηση υπάρχει πια αρκετός χρόνος. Για την ώρα, η ορατή ευημερία πιο πολύ εξοργίζει όσους την κοιτούν από απόσταση.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά