Πώς είναι δυνατόν να παραδίδεις εκουσίως τον εαυτό σου στη δημόσια χλεύη; Αν ήμουν φίλη της θα την εξόρκιζα να μην το κάνει, να μη διαταράξει στα καλά καθούμενα τον οντολογικό της πυρήνα, κι έχουμε άλλα… Πραγματικά τη λυπήθηκα, και εξακολουθώ εν τίνι μέτρω να τη λυπάμαι, ελπίζω στο μέλλον να μας δώσει την ευκαιρία να τη λυπηθούμε περισσότερο. Εξόν και νόμιζε ότι έχουμε κιόλας σατουρνάλια (ελληνιστί καρναβάλια), αλλά και πάλι. Οι καρναβαλιστές μεταμφιέζονται μεν, τρώνε, πίνουν και χοροπηδούν, το ζουν τέλος πάντων, χωρίς να αυτοτραυματίζονται και να επεμβαίνουν στο σουλούπι τους πειράζοντας τη ζυγαριά.
«Ο πιο κακός εχθρός μου είναι ο εαυτός μου», το είπε κι ο Ακης Πάνου με τη θεόσταλτη γλώσσα του. Αργότερα βέβαια, το έκανε πράξη. Διότι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μη παρέκει. Πάνω στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ φαντασίωσης και πραγματικότητας. Μια τρίχα στην ουσία, μια λεπίδα πες εσύ καλύτερα, όπου πάνω της γίνονται τα περισσότερα αιματηρά. Απαξ και την πηδήξεις, την πάτησες.
Ας βάλω λίγο μπεταντίν κι ας το χοντρύνω λιγάκι με άλλου τύπου Travesties. (Για να προλάβω τους ευέξαπτους, πρόκειται για θεατρικό έργο του 1974 όπου ο Τομ Στόπαρντ βάζει στη σκηνή τον Τζόυς, τον Τριστάν Τζαρά και τον Λένιν να ανταλλάσσουν διαξιφισμούς για την Τέχνη, τη μνήμη, την επανάσταση και άλλα δεινά).
Αν θέλετε τη γνώμη μου, οι χαλκομανίες της ψηφιακής επικοινωνίας, δεν έχουν καμία σχέση με τη μετωνυμική πλαστικότητα της πραγματικής Τέχνης. Προσωπικά, προτιμώ χίλιες φορές την υψηλή χαρτοκοπτική, εκεί που την έφτασαν ο Σπαθάρης και οι ομότεχνοί του με τις φιγούρες τους, συνειδητοποιώντας από νωρίς ότι είχαν στα χέρια τους ένα θησαυρό του λαϊκού ψυχικού πολιτισμού ικανό να διατρέξει κάθε εποχή και κάθε κοινωνική φάση. Τι να μας πουν τώρα οι τσαχπινιές της ΑΙ, όταν έχει περάσει από τη ζωή μας ο Καραγκιόζης φούρναρης, ο Καραγκιόζης γραμματικός, ο Καραγκιόζης μάγερας, ο Καραγκιόζης αστροναύτης, ο Καραγκιόζης και ο κατηραμένος όφις, ο Καραγκιόζης γενικώς. Πες στην ψαρόκολλα ότι ακόμη την ψάχνω.







