Η πρόσφατη επικαιρότητα, με αφορμή τη σύλληψη προσώπου το οποίο φέρεται να αυτοπροσδιορίζεται ως δήθεν «Αρχιεπίσκοπος», επανέφερε στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα της διακρίσεως μεταξύ της θεσμικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και μορφωμάτων που λειτουργούν παραπλανητικά εκτός αυτής.

Η Εκκλησία στην Ελλάδα εκπροσωπείται αποκλειστικά από την Εκκλησία της Ελλάδος, καθώς και την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, την Εξαρχία Πάτμου και το Άγιον Ορος, τα οποία υπάγονται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τελούν εν πλήρει εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τους.

Η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί κανονική αυτοκέφαλη Εκκλησία, ευρισκομένη σε εκκλησιαστική κοινωνία και ενότητα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εντός του πλαισίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το καθεστώς αυτό αναγνωρίζεται από το σύνολο των Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών ανά την οικουμένη, καθώς και από την Ελληνική Πολιτεία.

Το εκκλησιο-κανονικό αυτό status θεμελιώνεται στην κανονική τάξη και ενδύεται με νομική ισχύ κατά την ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος, ερείδεται στο Κανονικό Δίκαιο και στον Καταστατικό Χάρτη της (νόμος 590/1977), ενώ επιπροσθέτως κατοχυρώνεται στα άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος της Ελλάδος και στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Οι Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος εκλέγονται και χειροτονούνται σύμφωνα με το προαναφερθέν πλαίσιο.

Αντιθέτως, πρόσωπα που αυτοπροσδιορίζονται ως «κληρικοί» ή «ιεράρχες» «παλαιοημερολογιτικών» ή άλλων παρασυναγωγών έχουν αποκοπεί από την εκκλησιαστική κοινωνία, με αφορμή τις συνοδικές αποφάσεις του 1923 με τις οποίες η Εκκλησία της Ελλάδος – μαζί με τις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες – ακολούθησε το ημερολόγιο που ήδη είχε υιοθετήσει η Πολιτεία (στην Ελλάδα εισήχθη το Γρηγοριανό Ημερολόγιο με το Ν.Δ. της 18-25/1/1923), όπως και οι υπόλοιπες χώρες στην Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο. Εκτοτε, οι διαδοχικές «χειροτονίες» τους δεν έχουν κανονική ισχύ, εφόσον τελούνται εκτός του κανονικού εκκλησιαστικού σώματος.

Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απλή «ημερολογιακή επιλογή», αλλά εκκλησιολογικό και κανονικό ζήτημα, το οποίο εγγίζει και την έννομη τάξη. Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει παρασυναγωγές ούτε επιτρέπει την αυθαίρετη χρήση εκκλησιαστικών τίτλων ή συμβόλων ικανών να παραπλανήσουν τους πιστούς ως προς την κανονικότητα και νομιμότητα των προσώπων που τα φέρουν.

Η ενδεχόμενη αντιποίηση εκκλησιαστικής ιδιότητας συντρέχει ιδίως όταν κάποιος επιδιώκει να εμφανίζεται σκοπίμως ως μέλος ή εκπρόσωπος της Εκκλησίας, ενώ έχει αποκοπεί από αυτήν ή ουδέποτε υπήρξε μέλος της. Η συμπεριφορά αυτή δύναται να υπαχθεί στη διάταξη του άρθρου 175 Ποινικού Κώδικα, περί αντιποίησης άσκησης υπηρεσίας, εφόσον δημιουργεί ψευδή εντύπωση άσκησης λειτουργήματος θρησκευτικού λειτουργού της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 26 Παρ. 7 του νόμου 5224/2025, οι θρησκευτικές κοινότητες και οι θρησκευτικοί λειτουργοί υποχρεούνται, όταν απευθύνονται στο κοινό ή επικοινωνούν μέσω εντύπων, ραδιοτηλεοπτικών ή διαδικτυακών μέσων, να δηλώνουν με τρόπο σαφή τη θρησκευτική κοινότητα στην οποία ανήκουν, προκειμένου να αποτρέπεται η σύγχυση ή η παραπλανητική προβολή ιδιότητας που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική τους υπόσταση.

Είναι επομένως αναγκαίο να καταστεί σαφές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ουδεμία απολύτως σχέση έχει ή δύναται να έχει με σχήματα και πρόσωπα που φέρουν εκκλησιαστικούς τίτλους χωρίς κανονική αναγνώριση.

Η  αποσαφήνιση αυτή δεν αποσκοπεί σε πολεμική, αλλά ευθύνη προστασίας της πίστεως, του δικαίου και του θεσμικού κύρους της Εκκλησίας.

Ο αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής είναι καθηγητής Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Ακαδημίας Volyn Ουκρανίας – επισκέπτης καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών