Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης που λειτούργησε με τη βεβαιότητα ότι δεν λογοδοτεί. Οτι μπορεί απλώς να ξεφεύγει. Σταθερά. Από οτιδήποτε. Βρέθηκε στην εξουσία σε συνθήκες εξαιρετικά ευνοϊκές, αισθάνθηκε κυρίαρχος και, προφανώς, το έχει και μέσα του: έτσι αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της δημοκρατίας στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Για κάθε τι αδιανόητο που συμβαίνει υπό την εξουσία του ο ίδιος να μην έχει ιδέα όταν αυτό έρθει στο φως. Ακόμα και αν προέρχεται μέσα από το ίδιο του το γραφείο, όπως, μεταξύ πλήθους άλλων, το τερατώδες θεσμικό σκάνδαλο των υποκλοπών.

Παράλληλα, μία άλλη βεβαιότητα διακατέχει την πορεία του: ότι το κόμμα «του» τον εξέλεξε ιδιοκτήτη, και μάλιστα εμπρηστικό, και όχι… απλώς πρόεδρο. Με την άνεση που πίστεψε ότι του εξασφάλισαν τα παραπάνω περιφρόνησε δηκτικά τους πάντες και τα πάντα. Ανάμεσα σε αυτούς και τους δύο πρώην πρωθυπουργούς Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά.

Τώρα, η αγωνία για το τι θα κάνει ο δεύτερος, τον οποίο είχε επιπλέον και την ακραία αφροσύνη να διαγράψει, στοιχειώνει τον Πρωθυπουργό: θα ιδρύσει κόμμα, ή όχι; Ομως αυτή είναι… λάθος αγωνία: ο Μητσοτάκης πρέπει να τρέμει τον Σαμαρά είτε με κόμμα, είτε χωρίς. Το κύριο πρόβλημά του δεν είναι αν θα φτιάξει κόμμα. Είναι ότι ο ίδιος πέφτει όλο και πιο βαθιά στο χαοτικό κενό για το οποίο ο Σαμαράς μιλά χωρίς περιστροφές, με το όνομά του, στο πλήρες φάσμα του. Και ακούγεται. Επειδή αυτά που λέει απλά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ηχούν πολύ δυνατά ειδικά στο ακροατήριο που φυλλορροεί από τον Μητσοτάκη και του στερεί την εξουσία με τον ίδιο να αδυνατεί να απαντήσει.

Πολύ πριν να στηθούν λοιπόν οι κάλπες, ο Μητσοτάκης χάνει κατά κράτος τη μάχη της κοινής γνώμης από τον Σαμαρά. Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορούσε ούτε να το φανταστεί, ούτε είχε εκτιμήσει τη σημασία του. Οχι μόνον επειδή η αλαζονεία της εξουσίας δεν του το επέτρεπε έτσι κι αλλιώς, αλλά και για έναν ακόμα λόγο που τον θεωρούσε, ανοήτως, ως το «δυνατό χαρτί του» έναντι του πρώην πρωθυπουργού.

Η βασική ιδέα ως προς την υποτιθέμενη αδυναμία του Σαμαρά να αρθρώσει ισχυρό λόγο απέναντι στην εξουσία Μητσοτάκη, που ασφαλώς πρυτάνευσε και στη διαγραφή του, ήταν ότι έχοντας πίσω του τη σύγκρουση με τον… πατέρα Μητσοτάκη και την ίδρυση της Πολιτικής Ανοιξης, αυτό και μόνο θα τον καθιστούσε εύκολο στόχο. Ο Πρωθυπουργός και το περιβάλλον του είχαν την αφέλεια να φαντάζονται ότι θα έπαιζαν αυτό το χαρτί και θα τελείωναν. Σήμερα ξέρουν πόσο λάθος έκαναν: αντί να φουντώσουν το χιλιοπαιγμένο έργο, τελικά το έσβησαν, όπως εξ αρχής εδώ είχε επισημανθεί…

Ο λόγος είναι ότι οι πάντες γνωρίζουν την πραγματικότητα, η οποία όχι απλώς δεν κρύβεται, αλλά έχει καταστεί αφόρητη, ιδίως δε στη ΝΔ. Και αντί για εξόντωση, όπως υπέθεσαν, η διαγραφή έγινε για τον Σαμαρά στοιχείο δύναμης καθώς του επέτρεψε να δώσει φωνή σε όλη αυτή την απελπισία και εντός του κόμματος που νιώθει να ασφυκτιά, καθώς και πέραν αυτού. Τελικά λοιπόν, ποιος είναι αληθινά εντός της ΝΔ και ποιος όχι; Ποιος την εκφράζει πραγματικά; Ο Σαμαράς, ή ο Πρωθυπουργός; Το ερώτημα είναι ασφαλώς ρητορικό: η απάντηση είναι προφανής και επεκτείνεται και ευρύτερα εντός της κοινωνίας.

Ο Μητσοτάκης χάνει τη μάχη με και από τον Σαμαρά. Χάνει τη μάχη με την πραγματικότητα με τον Σαμαρά να συνιστά σήμερα το πιο ισχυρό «μεγάφωνο», την πιο επικίνδυνη, για εκείνον, φωνή της. Και δεν έχει διαφυγή. Κάτι που πάει πολύ βαθύτερα από το ζήτημα «κόμμα ή μη». Δεν εξαντλείται εκεί το πρόβλημα του Πρωθυπουργού – γι’ αυτό άλλωστε και ο τρόμος του μπροστά στον Σαμαρά.