Είναι ομολογουμένως εντυπωσιακό. Τα δύο γνωστότερα λογοτεχνικά βραβεία στον κόσμο, το Νομπέλ Λογοτεχνίας και το Booker, απονεμήθηκαν φέτος με διαφορά ενός μηνός σε Ούγγρους. Κι αυτό, σε μια περίοδο που ο πρωθυπουργός της χώρας αυτής αναδεικνύεται στον βασικό υπονομευτή της ευρωπαϊκής ενότητας απέναντι στην Ουκρανία και στον σημαντικότερο πρεσβευτή του τραμπισμού στην Ευρώπη.

Φυσικά οι δύο παραπάνω προτάσεις είναι άσχετες μεταξύ τους. `Η μπορεί και όχι. Διότι ο Λάσλο Κράσναχορκαϊ και ο Ντέιβιντ Σολόι εκπροσωπούν αυτά που απεχθάνεται ο Ορμπαν: την εξωστρέφεια και τον κοσμοπολιτισμό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι έφτασαν εδώ που έφτασαν ζώντας πολλά χρόνια έξω από την Ουγγαρία, ο πρώτος κυρίως μετά την πτώση του Τείχους και ο δεύτερος από μικρός. Ισως εν τέλει αυτή να είναι η αποτελεσματικότερη συνταγή για την αντιμετώπιση του αυταρχισμού: τα ταξίδια και η επαφή με άλλες κουλτούρες. «Δεν υπάρχουν άνθρωποι κάτω των 40 στην Ουγγαρία που να μην έχουν ζήσει στο Λονδίνο, το Βερολίνο ή κάποιο άλλο μέρος της δυτικής Ευρώπης, ή που να μην ξέρουν κάποιον που έχει ζήσει εκεί», έχει πει ο Σολόι σε παλιότερη συνέντευξή του. Αυτοί θα αποφασίσουν το μέλλον της Ουγγαρίας και, σε έναν βαθμό, της Ευρώπης.

Ο Κράσναχορκαϊ, του οποίου το τελευταίο βιβλίο «Πάει και το φρατζολάκι» (εκδ. ΠΟΛΙΣ) είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα που δεν θέλεις να τ’ αφήσεις από τα χέρια σου, δεν πείστηκε ποτέ ούτε από τη ρητορική του κομμουνιστικού καθεστώτος ούτε από τους εθνικοσοσιαλιστικούς τόνους του Ορμπαν, τον οποίο επέκρινε δημοσίως ακόμη κι όταν εκείνος τον συνεχάρη για το Νομπέλ. «Παραμένω ελεύθερος συγγραφέας», είπε. Κι αυτή ακριβώς η ελευθερία τον έχει κάνει να δηλώσει στο παρελθόν ότι η ουδετερότητα απέναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας ισοδυναμεί με συνενοχή και ότι η στάση της κυβέρνησης Ορμπαν «υπακούει στη λογική ότι ίσως να σκότωσαν την κόρη μου, αλλά θα το δεχθώ για να μην πληγώσουν τη μητέρα μου. Μόνο που θα τις σκοτώσουν και τις δύο».

Ο Σόλοϊ, πάλι, είναι ο ορισμός του κοσμοπολίτη. Γεννημένος στον Καναδά από ούγγρο πατέρα και καναδή μητέρα, μεγάλωσε στο Λονδίνο, έζησε πολλά χρόνια στον Λίβανο και σήμερα ζει με τη γυναίκα του στη Βιέννη. Στην Ουγγαρία δεν ένιωσε ποτέ άνετα, για να γράψει όμως τη «Σάρκα», το βιβλίο για το οποίο τιμήθηκε με το φετινό Booker, χρειάστηκε να περάσει αρκετό χρόνο εκεί. Eζησε σε μια χώρα που πρωτοστατεί στην εκδίωξη των μεταναστών για να γράψει ένα βιβλίο για την κίνηση.

Εχουν κι ένα άλλο κοινό σημείο οι δύο συγγραφείς: δεν ακολουθούν το καθιερωμένο στυλ γραφής. Ο πρώτος εξορίζει τις τελείες, για να συνδέσει φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους γεγονότα. Ο δεύτερος παίζει με τον λευκό χώρο, για να δείξει το χάσμα μεταξύ των ηρώων. Γοητευτικοί και οι δύο, λυτρωτικά καταφύγια.