Η συνήθως αλάνθαστη και οξυδερκής κυρία Μπακογιάννη έφαγε ένα γερό στραπάτσο το προηγούμενο διάστημα και θα σας εξηγήσω αμέσως πώς και τι. Δεν κρατήθηκε. Δεν μέτρησε ως το δέκα πριν πάρει τα δίκια των θερμόαιμων συντοπιτών ψηφοφόρων της, αθωώνοντας (σχεδόν) το μπουνίδι σε ηλικιωμένο επιβάτη οχηματαγωγού στο λιμάνι των Χανίων. Και δεν είναι τόσο που χρίτσι χρίτσι πριόνιζε την εικόνα του καθ’ ύλην Κικίλια, είναι που έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και σε τρεις μέρες μέσα την ξεμπρόστιασαν δυο νεκροί στα Βορίζια από ομοιογενή, ομοιότροπο τσαμπουκά.
Θα μου πεις, άλλο τα μπουκέτα στο πρόσωπο ενός εβδομηντάρη κι άλλο να παίζεις μπαλωθιές κατά παντός διερχομένου. Ε λοιπόν, όχι. Σας διαβεβαιώ πως είναι ακριβώς το ίδιο, ιδίως όταν τα πρωτόγονα αυτά ένστικτα φρεσκάρονται και κανονικοποιούνται από πρόσωπα κύρους.
Εκτός από μπαλωθιές έπαιξαν κι άλλα μοτίβα σ’ αυτά τα συγκοινωνούντα γεγονότα. Θα έλεγα πολλά αλλά δεν έχω όρεξη. Μου έχει ξεριζώσει την ψυχή το μακέλεμα και η γλώσσα του, έτσι όπως ακούστηκε ηχογραφημένη από ξετσίπωτα τηλεοπτικά μαρκούτσια. Καλύτερα σιωπή. Απέραντη σιωπή από όλους και από όλα όσα συνιστούν τον μύθο και το θαύμα της νήσου. Τώρα κλαίω τη Φαιστό, όπου ένα καλοκαίρι άφησα εκεί τα μάτια μου, γιατί μέχρι τη Φαιστό ακούστηκαν οι Κρητικοί να «παίζουν» αυτό που δεν είναι καθόλου παιχνίδι. Πώς το βαστάει αλήθεια η καρδιά τους να το λένε παιχνίδι;
Μετανιώνω χίλιες φορές που δεν έγινα ένα ακόμη ιδεολογικό τσιράκι του Λακάν τότε που ήταν καιρός, μπας και καταλάβω καλύτερα τι σήματα στέλνει η γλώσσα όταν ωρύεται. Προς το παρόν θέλω να μνημονεύσω τη δασκάλα μου της πρώτης Δημοτικού, που με έβαζε να τραγουδάω βροντερά για να το εμπεδώσω, το εξής δίστιχο, και ακόμη το κάνω. «Παίζω, παιδί, παιχνίδι / γράφονται με αλφαγιώτα», λες κι αυτό το αλφαγιώτα κλείδωνε μέσα στο μόριο της λέξης τη χαρά, την αθωότητα και τη διαβολιά, τη δημιουργικότητα και την ανεμελιά, αφήνοντας απέξω όλα όσα την απειλούσαν.







