Σε δύο πολιτείες ψήφιζαν κυβερνήτη, σε μιαν άλλη δικαστές και στη Νέα Υόρκη ψήφιζαν δήμαρχο. Οι εκλογές της περασμένης Τρίτης στις ΗΠΑ αφορούσαν ένα πολύ μικρό μέρος της χώρας και είχαν πολύ ειδικό χαρακτήρα. Μα ήταν το πρώτο τεστ για τον πρόεδρο Τραμπ, έναν ακριβώς χρόνο από την εκλογική του νίκη. Και το αποτέλεσμα: οι υποψήφιες των Δημοκρατικών στη Βιρτζίνια και το Νιου Τζέρσεϊ κέρδισαν με σκορ πολύ υψηλότερα από τις περσινές επιδόσεις του κόμματος στις πολιτείες αυτές. Τα μικρά κέρδη που είχε σημειώσει ο Τραμπ στην ψήφο των μειονοτήτων γύρισαν τώρα εναντίον του. Και η Νέα Υόρκη, η πόλη του, αγνόησε τις προειδοποιήσεις και τις απειλές του και του έβγαλε τη γλώσσα ψηφίζοντας έναν χαρισματικό νεαρό μετανάστη, μουσουλμάνο και σοσιαλιστή.

Ολα αυτά μαζί δεν συνιστούν βέβαια πολιτική αλλαγή, ούτε καν την αρχή μιας αλλαγής. Και δεν αποτελούν πρόκριμα, ούτε καν για τις ενδιάμεσες εκλογές που θα γίνουν σ’ έναν χρόνο από τώρα. Είχαν, ωστόσο, μια συνέπεια: απέδειξαν ότι ο Τραμπ δεν είναι άτρωτος.

Μήνες τώρα παρακολουθούμε στην Αμερική ένα πολιτικό ριάλιτι σε διαρκή ροή. Μια καθημερινή επίδειξη δύναμης, συγκεντρωμένης στα χέρια ενός και μόνον προσώπου. Μια βίαιη ανατροπή των θεσμικών ισορροπιών που αποτελούν τον πυρήνα της αμερικανικής δημοκρατίας. Ο πρόεδρος έμοιαζε να κυβερνά την Αμερική χωρίς αντίβαρα, με προεδρικά διατάγματα, αγνοώντας δικαστικές αποφάσεις, στέλνοντας ειδικές δυνάμεις να κάνουν εφόδους σε σπίτια και επιχειρήσεις για τη σύλληψη υπόπτων ως παράνομων μεταναστών και την εθνοφρουρά να επιβάλει την τάξη στους δρόμους «ανυπάκουων» πόλεων. Χωρίς να διακρίνεται στον ορίζοντα δύναμη ικανή να αναχαιτίσει τον οδοστρωτήρα. Ακόμη και τα μεγάλα μιντιακά δίκτυα υπέκυπταν εύκολα στην προεδρική επιθυμία και απαλλάσσονταν από φωνές που τον ενοχλούσαν.

Μήνες τώρα παρακολουθούμε, επίσης, μια εξίσου βίαιη μεταβολή του αμερικανικού στίγματος στη διεθνή ζωή, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μέθοδό της. Η μονομερής κήρυξη εμπορικού πολέμου εναντίον παραδοσιακών συμμάχων μέσω δασμών, που ανεβοκατεβαίνουν κατά τη βούληση του ενός, η υποκατάσταση της παραδοσιακής διπλωματίας από το δίκτυο των «φίλων» με προσωπικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς με τον πρόεδρο, η εξωτερική πολιτική μιας μεγάλης δύναμης που εκφωνείται σε πρώτο ενικό και ασκείται με κανόνες real estate, όλα αυτά είναι πράγματα ως πριν από λίγο αδιανόητα. Αλλά επιβλήθηκαν ως αυτονόητα σχεδόν, αντιστάσεως μη ούσης, στον κόσμο των πολιτικά, οικονομικά και αμυντικά συνδεδεμένων με την Ουάσιγκτον χωρών.

Στην Ευρώπη ιδίως, που υιοθέτησε μια στρατηγική κατευνασμού, διά της άμετρης κολακείας του. Ενώ μια τάση «εκτραμπισμού» της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής και του πολιτικού λόγου – από πεποίθηση ή από διάθεση προσαρμογής στο κυρίαρχο πρότυπο – είχε αρχίσει να επιβάλλεται, ως αυτονόητη και αυτή. Ορατή μάλιστα και στην ελληνική δημόσια σκηνή.

Μετά, λοιπόν, τα εκλογικά αποτελέσματα της περασμένης Τρίτης, δεν αλλάζει τίποτε στο πεδίο, ούτε στο εσωτερικό της Αμερικής ούτε στην εξωτερική πολιτική της. Ανοιξε, όμως, μια μικρή χαραμάδα ίσα για να χωρέσει μια μικρή αμφιβολία, μια ασεβής και ίσως πρόωρη ερώτηση: Κι αν ο Τραμπ κάποια στιγμή βρει απέναντί του πραγματική αντίσταση; Αν η αίσθηση απόλυτης και αναντίλεκτης κυριαρχίας του αρχίσει να υποχωρεί; Αν στο εσωτερικό της χώρας οι προϋποθέσεις για αυτή την υπερχειλίζουσα επίδειξη δύναμης αρχίσουν να υπονομεύονται, πώς αυτό θα επηρεάσει τη, χωρίς μέτρο, προβολή ισχύος διά της οποίας επιχειρεί ο Λευκός Οίκος του Τραμπ να επιβάλει τη βούληση του προέδρου στον κόσμο;

Ολοι καταλαβαίνουν ότι κάποιες κινήσεις του Τραμπ μπορεί να εκδηλώνονται με ασυνήθιστο ύφος, να προκύπτουν μέσα από διαρκείς υπαναχωρήσεις και να επιβάλλονται με πρωτοφανή βιαιότητα, αλλά σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν επιλογές που έχουν στρατηγικό βάθος, έχουν ιστορία και τα αποτελέσματά τους δεν θα αναστραφούν, ακόμη κι αν ο Τραμπ χάσει τον αέρα του «αφέντη τσουτσουλομύτη». Ακόμη κι αν παραδώσει τον ανασκευασμένο και χρυσοποίκιλτο Λευκό Οίκο σε κάποιον που δεν θα είναι ομοϊδεάτης του.

Κάτι, όμως, θα αλλάξει. Κι είναι μια δύσκολη άσκηση να αναλυθεί έγκαιρα, προβλεπτικά αυτό που πιθανόν να αλλάξει προκειμένου μια χώρα, μια χώρα σαν την Ελλάδα προπάντων, να χαράξει στρατηγική ασφαλείας. Και να αποφασίσει αν η προφανής σήμερα επιλογή – να στηρίξει την ενεργειακή και τη γεωπολιτική ασφάλειά της στη θέση της ως πύλη εισόδου και φορέας μεταφοράς του αμερικανικού LNG, που θα εκτοπίσει το ρωσικό φυσικό αέριο, και ως αφετηριακός σταθμός στον ενεργειακό, μα προπάντων στρατηγικό διάδρομο εφοδιασμού του μετώπου που αρχίζει από την Αλεξανδρούπολη και τελειώνει στην Ουκρανία – πρέπει να είναι μια μονοκαλλιέργεια ασφαλείας. Ή αν χρειάζεται και κάποια αντιστάθμιση κινδύνου.

Προηγείται, βέβαια, η απάντηση σε μια ερώτηση που αφορά την ίδια την Αμερική και από εκείνη μόνο μπορεί να δοθεί: Ποιος και πώς μπορεί να βάλει φρένο στον Τραμπ, ποιος και πώς μπορεί να τον αντιμετωπίσει; Από αυτή την άποψη, οι εκλογές στη Νέα Υόρκη άνοιξαν μια συζήτηση που, προφανώς, έχει και μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον. Μπορεί να νικήσει τον Τραμπ το μοντέλο Μαμντάνι, ένας χαρισματικός ριζοσπάστης;

Η απαγωγή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τον τραμπικό ριζοσπαστικό λαϊκισμό μπορεί, σαν πάσσαλος που πασσάλω εκκρούεται, να ηττηθεί με μια αντίστροφη μετακίνηση του Δημοκρατικού Κόμματος από το «κεντρώο mainstream» προς ένα αριστερό «tea party»; Μάλλον όχι. Η Νέα Υόρκη είναι ένας κόσμος χωριστά και, ό,τι κι αν λέει ο Φρανκ Σινάτρα, «όποιος τα καταφέρνει εκεί» δεν τα καταφέρνει, με τον ίδιο τρόπο, παντού. Μα, από την άλλη πλευρά, αυτές οι εκλογές έδειξαν πως χωρίς μια ισχυρή μετατόπιση του πολιτικού και προγραμματικού του κέντρου βάρους προς τους πολλούς και τους «εκτός των τειχών», χωρίς συγκεκριμένες και «έξω από το κουτί» λύσεις και χωρίς μια δόση αντισυμβατικής τόλμης, ο λεγόμενος «προοδευτικός» λόγος θα συνεχίσει να εκφωνείται εις ώτα μη ακουόντων.