Πολλά πράγματα για τη ζωή του Ρόι Κιμ δεν ξέρουμε. Μόνο ότι ήταν ένας μετανάστης από τη Νότια Κορέα που ζούσε και εργαζόταν στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Από το 2014 και εξής, έβγαζε τα προς το ζην ως οδηγός ταξί. Το 2017, μάλιστα, σε ηλικία 57 χρόνων, αγόρασε μια άδεια ταξί, έναντι 578.000 δολαρίων – επί δημαρχίας Μάικλ Μπλούμπεργκ, από το 2002 έως το 2013, το κόστος μιας άδειας ταξί είχε εκτοξευτεί από τα 200.000 στο 1 εκατ. δολάρια, έκτοτε οι τιμές είχαν πέσει κάπως, αλλά και πάλι.
Την είχε γιορτάσει, σε κάθε περίπτωση, την αγορά αυτή ο Κιμ, είχε βγάλει έξω για φαγητό (σούσι) έναν συνάδελφο που είχε γνωρίσει χρόνια πριν στο Διεθνές Αεροδρόμιο Κένεντι, ενόσω περίμεναν αμφότεροι για επιβάτες. Δεν φαίνεται να είχε άλλωστε οικογένεια στη Νέα Υόρκη, είχε έναν γιο, ενήλικο, αλλά ζούσε στη Νότια Κορέα. Οι φίλοι του Κιμ δυσκολεύτηκαν πολύ να τον βρουν όταν ο πατέρας του βρέθηκε κρεμασμένος με μια ζώνη από την πόρτα του υπνοδωματίου του, στις 5 Νοεμβρίου του 2018.
Ηταν οι εποχές που η Uber άρχιζε να κυριαρχεί στον κλάδο των μεταφορών με ταξί και τα χρέη έπνιγαν τους οδηγούς που είχαν αγοράσει άδειες, λόγω των καταχρηστικών όρων δανεισμού. Ο Κιμ είχε παραπονεθεί σε φίλους του πως δεν έβρισκε πελάτες. Είχε αρχίσει να δουλεύει περισσότερο, φτάνοντας να οδηγεί επτά μέρες την εβδομάδα. Είναι βέβαια δύσκολο να καταλάβεις γιατί κάποιος αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Την ίδια εκείνη χρονιά, όμως, το 2018, ακόμα επτά οδηγοί ταξί αυτοκτόνησαν στη Νέα Υόρκη – η αρμόδια επίτροπος, μάλιστα, είχε κάνει λόγο για «επιδημία». Ο Δήμος διαβεβαίωσε πως εξέταζε διάφορες επιλογές ώστε να βοηθήσει τους ιδιοκτήτες αδειών ταξί που ήταν επιβαρυμένοι με τεράστια χρέη. Και μετά, τίποτα.
Κάπου τρία χρόνια μετά την αυτοκτονία του Κιμ, τον Οκτώβριο του 2021, δεκάδες οδηγοί ταξί, μέλη της New York Taxi Workers Alliance (NYTWA), στην πλειοψηφία τους μετανάστες, πολλοί από αυτούς μεγάλης ηλικίας, ξεκίνησαν απεργία πείνας μπροστά στο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης. Κοντά τους βρέθηκε, για 15 μέρες, ένα νεοεκλεγμένο μέλος της τοπικής Βουλής, ο Ζοράν Μαμντάνι, και ακόμα μία νεαρή βουλευτής, η Γιου-Λιν Νιού. Κι όταν λέμε «κοντά τους», εννοούμε ότι έκαναν απεργία πείνας μαζί τους. Μέχρι που δικαιώθηκαν.
Ο Δήμος της Νέας Υόρκης κατέληξε σε συμφωνία με τη Marblegate Asset Management, τον μεγαλύτερο κάτοχο δανείων για ταξί, για την αναδιάρθρωση των δανείων. Συνολικά, έμελλε να αναδιαρθρωθούν κάπου 450 εκατομμύρια δολάρια από τα 750 εκατομμύρια δολάρια του συνολικού χρέους, περιορίζοντας τις πληρωμές πολλών οδηγών ταξί σε περίπου 1.100 δολάρια τον μήνα. Μέχρι σήμερα, ο Μαμντάνι δεν ξεχνάει πόσο νόστιμοι του φάνηκαν οι τέσσερις χουρμάδες και η κουταλιά αβοκάντο με τα οποία έληξε την απεργία πείνας, στις 3 Νοεμβρίου του 2021.
Πολλοί συνάδελφοί του, ακόμα και Δημοκρατικοί, τον είχαν τότε στραβοκοιτάξει, κρίνοντας πως οι τακτικές των ακτιβιστών δεν έχουν θέση σε ένα νομοθετικό σώμα. «Η πολιτική», είχε δηλώσει ένας, «προσπαθεί να επιτύχει συμβιβασμούς και να πείσει τους ανθρώπους με λογική και επιχειρήματα, όχι με πίεση. Απλά δεν νομίζω ότι είναι ρόλος ενός μέλους της Βουλής να ασκεί τέτοιου είδους πίεση».
Από την πλευρά του, ο Μαμντάνι σημείωσε ότι τις προηγούμενες εβδομάδες είχε δοκιμάσει κάθε είδους προσέγγιση προκειμένου να στηρίξει τους οδηγούς ταξί. Δεκάδες εκλεγμένοι αξιωματούχοι είχαν υπογράψει επιστολή με την οποία καλούσαν την πόλη να κάνει περισσότερα για να τους βοηθήσει.
Ο Μαμντάνι είχε προσπαθήσει επίσης να συναντήσει αξιωματούχους του Δήμου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Πρέπει να κάνεις το απροσδόκητο», δήλωσε σε μια συνέντευξή του. «Ζούμε στη Νέα Υόρκη. Εδώ ζουν εκατομμύρια άνθρωποι. Συμβαίνουν τόσο πολλά πράγματα». Τέσσερα χρόνια αργότερα, έκανε κάτι ακόμα πιο απροσδόκητο: εξελέγη δήμαρχος της Νέας Υόρκης.
Κατά το συνήθειό του, ο μικρόκοσμος των ελληνικών σόσιαλ μίντια έχει ήδη χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, το ένα ενθουσιωδώς υπέρ, το άλλο λάβρο κατά του Μαμντάνι. Για τους μεν είναι ήρωας και σωτήρας, για τους δε λαϊκιστικής και λαοπλάνος. Κι επειδή σε αυτή τη χώρα όλα πρέπει να τα φέρνουμε στα μικρά, μικρότατα μέτρα μας, στους διαξιφισμούς μέσω πληκτρολογίου ο «Δημοκρατικός σοσιαλιστής» Ζοράν Μαμντάνι συγκρίνεται συχνά πυκνά και με δικούς μας, εγχώριους «αριστερούς», και νυν και πρώην, και πρώην που φιλοδοξούν να επιστρέψουν.
Αδύνατο να πεις απλά «υποδειγματική εκστρατεία, χαρισματικός άνθρωπος, ενδιαφέρουσα περίπτωση, να δούμε τι θα μπορέσει να κάνει». Αδύνατο όμως και να μην παρατηρήσεις, αρκεί ένα βήμα πίσω, το κοινό που έχει ο Μαμντάνι με έναν άλλο πολιτικό που έκανε την έκπληξη πρόσφατα, τον επόμενο – εκτός απροόπτου – πρωθυπουργό της Ολλανδίας Ρομπ Γέτεν. Οχι, δεν είναι η νιότη τους το θέμα, είναι η θετική τους ενέργεια.
Σε Ευρώπη και ΗΠΑ, Ολλανδία και Νέα Υόρκη, έστω, οι πολίτες έστειλαν μήνυμα πως δεν θέλουν άλλο ζόφο, πολιτικούς που επενδύουν στην οργή και στους φόβους τους, θέλουν λίγο φως, λίγη αισιοδοξία και λίγη ελπίδα.
Αφήστε να το χαρούμε λίγο.







