Η υπόθεση της μήνυσης της Ενωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Βορειοανατολικής Αττικής κατά των ψυχιάτρων των δημόσιων δομών δεν είναι απλώς ένα παράδοξο νομικό επεισόδιο. Είναι η κορυφή του παγόβουνου σε ένα σύστημα που εδώ και χρόνια υπολειτουργεί, αφήνοντας εκτεθειμένους και τους ασθενείς και τους επαγγελματίες.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά. Η Ενωση κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου για «παράβαση καθήκοντος», θέτοντας στο στόχαστρο λίγο – πολύ όλους τους ψυχιάτρους της Αττικής (συγκεκριμένα του μεγαλύτερου ψυχιατρικού νοσοκομείου της χώρας, του πρώην ΨΝΑ) που έχουν εφημερεύσει από τον Φεβρουάριου του 2024 και εφεξής. Δηλαδή, καλούν σε απολογία όλους όσοι εφημέρευαν τους τελευταίους 21 μήνες!
Αυτή είναι η τελευταία (χρονικά όχι οριστικά) πράξη ενός σύγχρονου δράματος που εκτυλίσσεται επί πολλά χρόνια, χωρίς τέλος.
Εκτιμάται ότι περίπου ένας στους δύο εγκλεισμούς στα ψυχιατρεία της χώρας μας είναι ακούσιος, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 5%. Πρόκειται, όπως επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία οι ειδικοί, για ένα βαρύ σύμπτωμα που απορρέει από την απουσία πρόληψης και οργανωμένης κοινοτικής ψυχιατρικής φροντίδας. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα σφάλμα (error) του συστήματος, καθώς ένα μέτρο ανάγκης έχει μετατραπεί σε καθημερινή ρουτίνα.
Και ενώ το ίδιο το κράτος αδυνατεί να διορθώσει αυτό το διαρθρωτικό σφάλμα, η ευθύνη μετακυλίεται στους ανθρώπους της πρώτης γραμμής.
Οι ψυχίατροι καλούνται να λογοδοτήσουν όχι μόνο για το συστηματικό σφάλμα που προαναφέρθηκε, αλλά και για τις ελλείψεις υπηρεσιών, κλινών, προσωπικού κ.ο.κ. Τι θα γινόταν άραγε εάν και αυτοί με τη σειρά τους κατέθεταν μήνυση κατά παντός υπευθύνου, για τα κενά στο σύστημα; Και αν, για παράδειγμα, με τις μηνυτήριες αναφορές τους καλούσαν σε απολογία τις διοικήσεις, τότε οι διοικητές ποιους θα έπρεπε να μηνύσουν;
Στην πράξη πάντως, οι δύο εμπλεκόμενοι στο πρωτόγνωρο αυτό νομικό επεισόδιο είναι εξίσου θύματα του πρώτου κατά σειρά συστηματικού σφάλματος. Οι μηνυτές, διότι εμπλέκονται σε μια χρόνια παθογένεια από… σφάλμα.
Οι εκπρόσωποί τους άλλωστε έχουν αναδείξει τη στρεβλή διαχείριση των περιστατικών αυτών, καθώς αντιμετωπίζονται περισσότερο ως «κακοποιοί» που μεταφέρονται με περιπολικά παρά ως ψυχικά ασθενείς που χρήζουν ειδικής διαχείρισης και φροντίδας.
Αλλά και οι ψυχίατροι που εργάζονται στις δημόσιες δομές είναι – όπως άλλωστε προαναφέρθηκε – θύματα ενός ΕΣΥ που διαθέτει μόλις 900 ψυχιατρικές κλίνες ενώ μετρά σημαντικά κενά σε ειδικευμένους γιατρούς, με αποτέλεσμα να «φορτώνονται» την ανεπάρκειά του.
Υπό το πρίσμα αυτό, δεν πρόκειται για σύγκρουση δύο «κλάδων», αλλά για αποτυχία ενός ολόκληρου συστήματος που δεν φρόντισε ποτέ να χτίσει σταθερές γέφυρες συνεργασίας ανάμεσα στην ψυχιατρική κοινότητα και τις υπηρεσίες πρώτης γραμμής. Εν πάση περιπτώσει, η ψυχική υγεία δεν είναι πολυτέλεια ούτε ατομική υπόθεση. Οσο όμως η Πολιτεία αποποιείται την ευθύνη της για οργάνωση της ψυχικής φροντίδας, τόσο η ψυχική υγεία θα παραμένει πεδίο διαμάχης και παρεξηγήσεων.







