Πώς εξηγείται, λοιπόν, αυτό το φαινόμενο, με το όνομα Ζόραν Μαμντάνι, που εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα εκλεγεί αύριο δήμαρχος της μεγαλύτερης αμερικανικής πόλης; Ενας σοσιαλιστής να διοικεί την πρωτεύουσα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος; Δεν είναι κάπως σαν ένας άθεος να αναλαμβάνει τη διοίκηση της Κουρίας στο Βατικανό; Και επιπλέον ένας μουσουλμάνος που υποστηρίζει τους Παλαιστίνιους, επικεφαλής της πόλης με τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στον κόσμο εκτός Ισραήλ; Ενας δήμαρχος που θέλει παγωμένα ενοίκια, δωρεάν λεωφορεία, δωρεάν παιδικούς σταθμούς και φθηνά κοινοτικά σουπερμάρκετ στην πόλη όπου εδρεύουν περισσότερες μεγάλες εταιρείες από οποιαδήποτε άλλη και όπου ζουν 350.000 εκατομμυριούχοι; Πώς γίνεται;
Η εκτόξευση ενός άγνωστου ως χθες τριαντάρη διανοουμένου, γεννημένου στην Ουγκάντα, σε φαβορί για τη δημαρχία του Μεγάλου Μήλου μπορεί να είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας της πόλης, η ποιότητα της ζωής στην οποία υποχωρεί αντιστρόφως ανάλογα με την άνοδο, σε ανυπόφορα ύψη, του κόστους ζωής σε αυτήν. Μπορεί, επίσης, να είναι μια εξέγερση, στην κατεξοχήν κοιτίδα των Δημοκρατικών, εναντίον του αποσβολωμένου κατεστημένου του κόμματος που μοιάζει να κατέρρευσε μετά την ήττα του Νοεμβρίου. Μπορεί να είναι και η κήρυξη του πολέμου μιας δημοκρατικής πόλης εναντίον του απολωλότος τέκνου της, που εξελίσσεται σε τύραννο, του Ντόναλντ Τραμπ. Ο οποίος έχει ήδη αναγγείλει ότι, αν η πόλη ψηφίσει «λάθος», θα την τιμωρήσει σκληρά, θα τη στραγγαλίσει οικονομικά κόβοντας ομοσπονδιακούς πόρους και θα εξαπολύσει εναντίον της τα Τάγματα Εφόδου να συλλαμβάνουν παράνομους μετανάστες στους δρόμους και τους χώρους εργασίας, συνοδεία εθνοφρουρών για την επιβολή της τάξης.
Ισως είναι και τα τρία μαζί. Το βέβαιο είναι πως οι σημερινές εκλογές στη Νέα Υόρκη έχουν αποκτήσει μια σημασία που ξεπερνά τα όρια της πόλης. Το αποτέλεσμά τους, και όσα ακολουθήσουν, ίσως κρίνουν το πολιτικό μέλλον της Αμερικής. Αν ο Μαμντάνι εκλεγεί αύριο, μια μεγάλη μάχη ξεκινά. Κι αν παρ’ ελπίδα καταφέρει, στη συνέχεια, να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, θα έχει αλλάξει το λογισμικό της πολιτικής – και όχι μόνο στην Αμερική. Θα έχει, για αρχή, αναστήσει το νεκρό Δημοκρατικό Κόμμα και θα έχει δημιουργήσει προϋποθέσεις επανασύνδεσής του με τον κόσμο της εργασίας, που εγκαταλείφθηκε στη γοητεία του Τραμπ. Η αποτυχία του, κατ’ αναλογία, θα γίνει το απόλυτο επιχείρημα για τον πρόεδρο ώστε να επιβιώσει στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, να στερεώσει την κυριαρχία του και να επιβάλει την αίρεση του «πλουτολαϊκισμού» (να μιλάς τη γλώσσα των φτωχών και να πράττεις υπέρ των δισεκατομμυριούχων) ως νέα κυρίαρχη αμερικανική θρησκεία.
Ο,τι κι αν συμβεί, η καμπάνια Μαμντάνι θα αφήσει ισχυρό πολιτικό ίχνος. Ως περιεχόμενο του πολιτικού λόγου, πρώτα. Να ένας προοδευτικός πολιτικός που δεν μιλά για αφηρημένες ιδέες, δεν δίνει μάχες συμβόλων και δεν κάνει καμπάνια αντι-κάτι (ούτε καν αντι-Τραμπ). Προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για συγκεκριμένα προβλήματα που αφορούν τους πολλούς και είναι απολύτως κατανοητές σε αυτούς. Ως μέθοδος, επίσης. Μια καμπάνια που κινητοποίησε γύρω από απλές προτάσεις χιλιάδες νέους εθελοντές που πόρτα πόρτα όργωσαν την πόλη και πολλαπλασίασαν το μήνυμα του προσωπικού χαρίσματος και της σοσιαλμιντιακής καμπάνιας.
Ως πρότυπο, κυρίως. Το μυστικό της επιτυχίας του είναι ότι επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη συνταγή επιτυχίας του Τραμπ αντεστραμμένη, με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω. Να μιλάς απλά, με ένα θετικό, αισιόδοξο μήνυμα στους πολλούς, προτείνοντας λύσεις αντισυμβατικές, «έξω από το κουτί». Και να το κάνεις υπερβαίνοντας τη «συναίνεση του Σικάγου» που κυριάρχησε στον κόσμο τα τελευταία πενήντα χρόνια και θεωρούσε δεδομένο τον περιορισμό της πολιτικής στα όρια ανοχής της αγοράς. Ο Τραμπ πρώτος επαναφέρει, με τον τρόπο του, το πρωτείο της πολιτικής, με τη μορφή της άνευ όρων επιβολής, σε πλανητικό επίπεδο, στην οικονομία της βούλησης του ηγεμόνα. Το στοίχημα του Μαμντάνι είναι να επιχειρήσει το ίδιο, στην κλίμακα μιας μεγάλης πόλης, υπέρ των πολλών και με την κινητοποίησή τους.
Συναρπαστικό πείραμα, έστω και αν η αποτυχία παραμονεύει ως υψηλή πιθανότητα. Ξανανοίγει τη συζήτηση αν η εγκατάσταση των «προοδευτικών δυνάμεων» στο μετριοπαθές Κέντρο είναι η μόνη νικηφόρα στρατηγική. Αν είναι όντως μονόδρομος και στη νέα αυτή εποχή, την «εποχή των αρπακτικών».







