Στη ζωή συμβαίνουν μικρά και μεγάλα θαύματα. Για μένα, αυτό που συνέβη στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας ήταν ένα από τα μεγαλύτερα. Δημιουργήθηκε ένα έργο που είναι και μνημείο και κτίριο μαζί – ένα τεράστιο γλυπτό, 400 επί 30 μ., που συνδυάζει τις δύο μεγάλες μου αγάπες: την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική. Η γλυπτική είναι η γυναίκα μου και η αρχιτεκτονική η ερωμένη μου· και εδώ, για πρώτη φορά, ενώθηκαν πραγματικά.

Υστερα από μια ηλικία είναι δύσκολο να κάνεις κάτι εντελώς πρωτογενές, κάτι που δεν έχεις ξανακάνει ποτέ. Αυτή ήταν και η μεγάλη πρόκληση: να δημιουργήσω κάτι νέο, σε πρωτόγνωρο πλαίσιο. Ηταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκα με τον Στρατό, η πρώτη φορά που δούλεψα πάνω σε καθαρά αρχιτεκτονικό έργο, η πρώτη φορά που ένωσα αρχιτεκτονική και γλυπτική σε τέτοια κλίμακα.

Αρχιτεκτονικά, στόχος μου ήταν να δημιουργήσω ένα πρωτογενές έργο με σαφές concept, όχι απλώς μια τεχνική παρέμβαση. Το κτίριο στηρίζεται στην ιστορία μας και δημιούργησα ένα σύγχρονο «πτυχωτό βιβλίο» που ντύνει το κτίριο. Ηθελα ένα έργο που να πάλλεται χωρίς να κινείται, με διακριτική ενέργεια και σοβαρότητα, χωρίς εύκολα εφέ.

Το πιο εντυπωσιακό, όμως, δεν είναι η κλίμακα ή η τεχνική, είναι ότι αυτό συνέβη μέσα στο υπουργείο Αμυνας. Δεν ήταν δική μου ιδέα· ήταν μια πρόταση του υπουργού, του Νίκου Δένδια, την οποία αποδέχθηκα, και μάλιστα αφιλοκερδώς. Ισως είναι η πρώτη φορά που ένας θεσμός όπως το υπουργείο Αμυνας κάνει μια καθαρά πολιτιστική πρόταση. Το υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει κάνει κάτι αντίστοιχο. Γι’ αυτό, μισοαστεία – μισοσοβαρά, πρότεινα στον κύριο Δένδια να το απορροφήσει!

Ο μεγαλύτερός μου φόβος ήταν η φυσική αντοχή – γιατί μιλάμε για τεράστιες κατασκευές. Και, φυσικά, ο φόβος του λάθους. Σε ένα δημόσιο έργο δεν έχεις το περιθώριο να πειραματιστείς· αν κάνεις λάθος, μένει εκεί, φαίνεται για πάντα.

Η Χρυσάνθη Ασπρουλοπούλου, στενή συνεργάτιδα επί πολλά χρόνια, στάθηκε δίπλα μου, ειδικά όταν αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ανέλαβε το εργοτάξιο και προχώρησε το έργο όσο έλειπα. Και η στήριξη του Βαγγέλη Μυτιληναίου ήταν καθοριστική με την παραχώρηση της κατασκευαστικής εταιρείας του. Μαζί δημιουργήσαμε μια ομάδα που μπορούσε να φέρει εις πέρας μια πρωτόγνωρη πρόκληση. Εμενε σταθερά μέσα μου, όμως, η ανησυχία για τις ανθρώπινες σχέσεις. Και εκεί έγινε το δεύτερο θαύμα: οι αξιωματικοί και όλοι οι συνεργάτες υπήρξαν άψογοι. Εκεί ξαναβρήκα την ιεραρχία, τη σαφήνεια και τον σεβασμό της δομής, στοιχεία που έχουν χαθεί αλλού. Τα θαύματα γίνονται όταν οι χαρακτήρες ταιριάζουν και η στιγμή είναι σωστή. Τότε το σύστημα λειτουργεί σαν ελβετικό ρολόι.

Η σχέση της πρόσοψης του Γενικού Επιτελείου Στρατού με το μνημείο, την «Κιβωτό», είναι χρονική και διαλογική. Η «Κιβωτός» με τις γυάλινες στήλες ύψους 6 μ. και τα 120.000 ονόματα πεσόντων εκπροσωπεί το παρελθόν· το σύγχρονο κτίριο, το παρόν και το μέλλον. Μαζί συνθέτουν ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο, από τη μνήμη προς τη συνέχεια. Είναι σαν να κάνεις βουτιά στη νεότερη ελληνική ιστορία και να συναντάς το μέλλον, το οποίο πατάει στην αρχαιότητα.

Τώρα που το βλέπω ολοκληρωμένο, η καρδιά μου έχει μπει στη θέση της. Νιώθω ενθουσιασμένος όχι μόνο με το αποτέλεσμα, αλλά και με τον τρόπο που έγινε.

Ο Κώστας Βαρώτσος είναι γλύπτης και καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης