Αν ζούσε σήμερα ο μέγιστος Μάνος Κατράκης, θα πήγαινε άραγε στον αποχαιρετισμό του Διονύση Σαββόπουλου; Θα του μιλούσε πριν από το μεγάλο ταξίδι ή θα αμφισβητούσε τα πάντα του επειδή αναθεώρησε πολλά στην πορεία της ζωής του κι άλλαξε ρότα;
Κι αν θύμωνε μ’ αυτή την αλλαγή ρότας πιθανότατα δεν θα μιλούσε και με τον τρισμέγιστο Μίκη Θεοδωράκη, που κι αυτός είχε τοποθετήσεις που δεν άρεσαν.
Ισως θεωρούσε προδοσία τη στροφή, ενθυμούμενος εκείνο τον συγκλονιστικό διάλογο με τη μάνα του όταν ήταν στην εξορία.
«Θες να έρθω στο σπίτι, μάνα;»
«Πώς θα έρθεις;»
«Ε… θα υπογράψω και θα έρθω»
«Ιντα να υπογράψεις;»
«Δήλωση…»
«Ιντα δήλωση;»
«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…»
«Και δεν είσαι;»
«Είμαι…»
«Τότε να κάτσεις στ’ αβγά σου κερατά!»
Παρά την ιδεολογία του και μάλιστα σε πολύ δύσκολες εποχές, κανείς δεν αμφισβήτησε τον Κατράκη, ουδείς τον αποδόμησε, δεν τον παρουσίασε σαν κάποιον που… τα είχε χαμένα!
Το ερώτημα παραμένει επίκαιρο και με τις απόψεις να διίστανται. Είναι άλλο τα πρόσωπα και άλλο η τέχνη τους ή αυτά πάνε μαζί; Κι άραγε ο καλλιτέχνης είναι υποχρεωμένος να μην αλλάζει απόψεις και πιστεύω και να ικανοποιεί το ακροατήριο που τον επέλεξε;
Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα που δείχνουν το συγκρουσιακό του θέματος.
Κάποτε ο τεράστιος Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο τραγουδιστής του Αξιον Εστί και της Ρωμιοσύνης, έκανε το απονενοημένο διάβημα να τραγουδήσει τον ύμνο της χούντας! Ο Μίκης κόντεψε να πάθει έμφραγμα και προσπάθησε να τον αποτρέψει.
«Γρηγόρη μην γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα».
Δεν τον άκουσε. Πέρασαν δέκα χρόνια για να ξαναμιλήσουν, στο Στέκι του Νιόνιου στο Φάληρο. Κι αφού μπήκε ανάμεσά τους το συγκλονιστικό «σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι», ο Μίκης τον αγκάλιασε.
«Θα είσαι για πάντα ο μεγάλος Μπιθικώτσης ό,τι κι αν έχει συμβεί. Ενας φάρος…».
Κι έτσι έμεινε και μάλιστα το 2003 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα καθώς και με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών.
Για τον κόσμο ήταν πάντα ο Σερ.
Τότε ο Μίκης δεν ήξερε ότι θα λοιδορηθεί και θα τσαλακωθεί από μερίδα του κόσμου. Μπορεί να μην τον είπαν μέτριο, όπως έκαναν κάμποσοι με τον Σαββόπουλο διαγράφοντας το τεράστιο έργο του, αλλά περίπου τιποτένιο λόγω των πολιτικών του επιλογών που δεν άρεσαν καθόλου στους παλιούς του συντρόφους.
Αμ ο άλλος τρισμέγιστος, ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν είχε δεχτεί λυσσαλέες επιθέσεις και μάλιστα με βρωμερούς χαρακτηρισμούς επειδή δεν άρεσαν οι τοποθετήσεις του;
Πέντε χρόνια πριν, όταν η Αλκηστη Πρωτοψάλτη τόλμησε να ανέβει στο περίφημο φορτηγό του Δήμου Αθηναίων και να κάνει μια ιδιότυπη συναυλία την περίοδο του Covit, είδε τον Σταμάτη Κραουνάκη να γράφει:
«Εγώ δεν θέλω το τραγούδι μου (Τα πιο ωραία λαϊκά) στου Κούλη τα λημέρια. Οκ;».
Κι ακόμα:
«Σιχαίνομαι εξ απανέκαθεν το ΜΗΤΣΟΤΑΚΕΪΚΟ. Λυπήθηκα που μου συνέβη αυτό. Για να τελειώνουμε. Κυρ Κούλη μου μη χαριεντίζεστε. Την Πρωτοψάλτη πάρτε τη, εμένα ποτέ».
Αν ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα της επιλογής (όπως ο σημαντικότατος Σταμάτης Κραουνάκης), ο Σαββόπουλος δεν το έχει; Η Γλυκερία; Η Πρωτοψάλτη; Ο Νταλάρας; Η Μποφίλιου;
Τελικά μήπως κάνουμε cancel σε όσους δεν συμβαδίζουν με τα πολιτικά μας πιστεύω; Και τι είναι το τραγούδι; Κομματική υπόθεση; Μήπως οι παλιοί δεξιοί δεν άκουγαν Μίκη; ‘Η οι τωρινοί πρέπει να πετάξουν από τα σπίτια τους ό,τι υπάρχει από Νταλάρα; Γιατί ναι, η πόλωση μπήκε και στην τέχνη και είναι πολύ λυπηρό. Ή σημεία των καιρών;







