Στο «Δυο φορές Ελληνας», το μυθιστόρημα – ποταμός του Μένη Κουμανταρέα που με αφορμή τη ζωή δύο οικογενειών διατρέχει την ιστορία της χώρας από το 1949 έως το 1990, όταν πεθαίνει η μία από τις δύο αδελφές που είναι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου, η άλλη, επιστρέφοντας στο σπίτι της μετά την κηδεία, νιώθει την ανάγκη να πάρει τηλέφωνο την αδελφή της που πριν από λίγο είχε θάψει, για να της πει τα της κηδείας της. Να κουτσομπολέψουν δηλαδή. Ποιοι πήγαν, ποιοι δεν πήγαν, τι έγινε.
Από τότε, όταν κάποιοι άνθρωποι φεύγουν, μετά την τελετή της εκδημίας τους, θεωρώ ό,τι πιο «φυσικό» να τηλεφωνηθούμε και να κουτσομπολέψουμε τα της κηδείας τους. Οταν, για παράδειγμα, πέθανε ο αγαπημένος μου Μάνος Ελευθερίου, «περίμενα» να με πάρει ο ίδιος τηλέφωνο και με εκείνο το συνεσταλμένο αλλά άκρως καρφωτικό γελάκι του να αρχίσει τα κουσέλια – όπως λέμε τα κουτσομπολιά στη Σύρο. Κάτι ανάλογο αισθάνθηκα και με τον Διονύση Σαββόπουλο. Υπερβατικό, το ξέρω, αλλά η ανθρώπινη ψυχή ισορροπεί πάνω στο λεπτό βήμα της υπέρβασης. Τον φαντάζομαι λοιπόν, το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, απαλλαγμένο πια από τις συμβάσεις της ζωής, να μαζεύει τους φίλους και να σχολιάζει την κηδεία του.
Θα του άρεσε, νομίζω. Η συγκίνηση του κόσμου, οι επικήδειοι που εκφωνήθηκαν, ο κόσμος που μαζεύτηκε, ο ήχος της μπάντας που τόσο αγαπούσε. Και καρφί δεν θα του καιγόταν για την απουσία της αντιπολίτευσης. Ούτε για τον διαδικτυακό οχετό. Ούτε καν για κάποιους δημοσιογράφους που, τούτες τις μέρες, έκαναν σαν να μην πέθανε ο Σαββόπουλος, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τους έχει περιγράψει όλους αυτούς πολλές φορές στα τραγούδια του. Είναι τα «Οντα, μικρά, χρωματιστά μες στον καθρέφτη κλειδωμένα» του «Μπάλλου». Είναι οι «εκπρόσωποι, έρημοι κι απρόσωποι» του «Ας αρχίσουν οι χοροί». Είναι αυτός που «Κοκορεύεται επάνω στον εξώστη και μιλάει στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη» από τον «Πολιτευτή». Είναι ο «κανίβαλος που μπορεί να εκπροσωπήσει τάχα όλους τους φίλους τους παλιούς που έχει στη στομάχα;».
Αυτές οι απουσίες δεν μπορεί να μην ήτανε τιμή για έναν άνθρωπο που στο «Μυστικό τοπίο» αφουγκράζεται το «…παράπονο στη φράση εδώ και τώρα» και λίγα χρόνια αργότερα τραγουδά στον «Χειμώνα ετούτο» «…Δεν είμαι πασόκα, δεν είμαι ούτε ΚΚΕ, είμαι ό,τι είμαι κι ό,τι τραγουδώ για σε», για έναν άνθρωπο που μπορούσε να αυτοπροσδιοριστεί εκτός προστατευτικών σχημάτων – για να πω κομψά την κομματίλα. Γι’ αυτόν που το 1979, με νωπή ακόμη τη μνήμη της χούντας, μίλησε, επίσης στον «Πολιτευτή», για αριστεροχουντισμό.
Oσο για εμάς, τον ευχαριστούμε που, ακόμη και στην κηδεία του, μας επιβεβαίωσε αυτό που μας ψιθύριζε από τότε που ήταν είκοσι χρονών: «Κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις».
Ο Ξενοφών στη Βενετία
Ο Τάτζιο του «Θάνατος στη Βενετία», το «πιο ωραίο αγόρι στον κόσμο», κατά τον Λουκίνο Βισκόντι, ο Μπιορν Αντρεσεν στην πραγματική ζωή, πέθανε προχθές σε ηλικία 70 ετών. Η σύγκριση των φωτογραφιών του «τότε» και του «τώρα», η θλιβερή ιστορία της ζωής του δείχνουν ότι η ομορφιά όχι μόνο τον κόσμο δεν μπορεί να σώσει, αλλά ούτε καν αυτόν που τη φέρει.
Ο θάνατός του όμως ήταν αφορμή να θυμηθώ μία από τις πρώτες σκηνές της ταινίας με το καράβι στο λιμάνι της Βενετίας. Μία σκηνή που σε πείθει ότι ο Βισκόντι είχε διαβάσει και επηρεαστεί από τα «Ελληνικά» του Ξενοφώντα, από την περιγραφή της νύχτας που η «Πάραλος» επιστρέφει στον Πειραιά μετά την καταστροφή στους Αιγός Ποταμούς. «…ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις τῆς Παράλου ἀφικομένης νυκτὸς ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν…». Και για τον θρήνο των Αθηναίων «…γιατὶ φοβοῦνταν ὅτι θὰ πάθουν αὐτὰ ποὺ ἔκαναν οἱ ἴδιοι στοὺς Μηλίους, τοὺς ἀποίκους τῶν Λακεδαιμονίων, ὅταν τοὺς κυρίευσαν μετὰ ἀπὸ πολιορκία· καὶ στοὺς Ἱστιαίους καὶ στοὺς Τορωναίους καὶ στοὺς Σκιωναίους καὶ στοὺς Αἰγινῆτες καὶ σὲ ἄλλους πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων».







