Οι παλινωδίες με την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου αναδεικνύουν διαχρονικές παθογένειες του πολιτικού, οικονομικού και διοικητικού συστήματος Ελλάδας και Κύπρου. Νομοτελειακά οδήγησαν στη διαχείριση της διαφαινόμενης ζημιάς για τον ελληνισμό αντί για την αναζήτηση τρόπων μεγιστοποίησης του πολύπλευρου δυνητικού κέρδους.

Αλήθεια πρώτη: Το έργο έχει αποδεδειγμένα θετικό πρόσημο, βάσει της διαδικασίας αξιολόγησης της ΕΕ. Η διασύνδεση εντάσσεται, ανά διετία, σε όλους τους καταλόγους έργων Κοινού Ενδιαφέροντος της ΕΕ (τα γνωστά PCI), από το 2013 έως σήμερα, δηλαδή 6 φορές. Δηλαδή, κατ’ επανάληψη αξιολογήθηκε βάσει αυστηρών κριτηρίων και απέδειξε ότι έχει θετικό αντίκτυπο σε τουλάχιστον δυο κράτη-μέλη, ενώ ως όφειλαν από τον Κανονισμό οι δυο χώρες δεσμεύτηκαν εκ των προτέρων ότι το στηρίζουν. Σημειώνεται ότι στη φάση αξιολόγησης τα έργα ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Στον 6ο κατάλογο διαγωνίστηκαν 93 έργα ηλεκτρικής ενέργειας και τελικά εντάχθηκαν 85. Πρέπει λοιπόν να σταματήσει η δημόσια συζήτηση περί δήθεν μη βιωσιμότητας του έργου. Οποιος τη συντηρεί ας παρουσιάσει στους πολίτες και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ποια δεδομένα άλλαξαν ύστερα από αυτές τις 6 θετικές αξιολογήσεις.

Αλήθεια δεύτερη: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (σε υπηρεσιακό και πολιτικό επίπεδο) αποδεικνύεται ο ισχυρότερος υποστηρικτής του έργου την τελευταία πενταετία, όταν δηλαδή ανέκυψαν το θέμα αλλαγής φορέα υλοποίησης, οι ρυθμιστικές εκκρεμότητες, αλλά και οι ζημιογόνες, όχι μόνο για το έργο, αλλά και για το συμφέρον του ελληνισμού, δημόσιες συζητήσεις περί «οικονομικής βιωσιμότητας του έργου» και «γεωπολιτικού ρίσκου». Μάταια ζήτησα κατ’ επανάληψη να σταματήσουν οι εθνικά επιζήμιες δημόσιες αντεγκλήσεις πολιτικών προσώπων Ελλάδας – Κύπρου. Επίσης, δεδομένης της θετικής στάσης της Επιτροπής, ζήτησα η τελευταία να ορίσει έναν ευρωπαίο συντονιστή, όπως προβλέπει η νομοθεσία ΕΕ, για να βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων. H Επιτροπή θα μπορούσε, επίσης, να αναλάβει πρωτοβουλίες και να συμβάλει στην αντιμετώπιση τουρκικών προκλήσεων, όπως είχα ζητήσει με επιστολή μου προς την Υπατη Εκπρόσωπο και τον επίτροπο Ενέργειας στις 20/01/2025.

Αλήθεια τρίτη: Τα διασυνοριακά έργα ενέργειας απαιτούν σοβαρές οικονομοτεχνικές μελέτες, καθώς και εκ των προτέρων αξιολόγηση και αντιμετώπιση πιθανών αντιδράσεων τρίτων (ιδιωτών και κρατών), που μπορεί να θεωρούν ότι ζημιώνονται. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι μετά τη δυναμική αρχική εκκίνηση (ένταξη του έργου στα PCI το 2013 και στις ελληνικές στρατηγικές επενδύσεις το 2014 και εξασφάλιση της πρώτης χρηματοδότησης για μελέτες από την ΕΕ ήδη το 2014), μετά το 2015 ελάχιστα σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν όπως θα έπρεπε.

Σήμερα, το έργο έχει βαλτώσει και οι εμπλεκόμενοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, κάνοντας υπερβολικές δηλώσεις για μια ένσταση ενός ρυθμιζόμενου φορέα (ΑΔΜΗΕ) κατά Ρυθμιστικής Αρχής (ΡΑΕΚ), βαφτίζοντας την πολυετή απουσία στρατηγικής, προετοιμασίας και υλοποίησης απλών αλλά σημαντικών βημάτων στις διεθνείς μας σχέσεις ως «γεωπολιτικό ρίσκο» και την έκδηλη πολιτική αδυναμία συνεννόησης μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου σε ανυπέρβλητες «ρυθμιστικές και οικονομοτεχνικές εκκρεμότητες».

 Αλήθεια τέταρτη: Η μη υλοποίηση του έργου ζημιώνει την ενεργειακή ασφάλεια και τους καταναλωτές (οι τιμές στην ενεργειακά απομονωμένη Κύπρο είναι υψηλότερες και η εξάρτηση σε εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα τεράστια), αλλά και τις προσπάθειες απανθρακοποίησης της Κύπρου (διασυνδέσεις και πράσινη ανάπτυξη πάνε μαζί). Θα αποτελέσει δε καίριο πλήγμα στους μακροχρόνιους ενεργειακούς και γεωπολιτικούς σχεδιασμούς Ελλάδας και Κύπρου, αφού το καλώδιο επιχειρεί να διασυνδέσει για πρώτη φορά την ΕΕ με τη Μέση Ανατολή (αρχικά με το Ισραήλ και μελλοντικά μέσω επεκτάσεων με τη Σαουδική Αραβία).

Τέλος, με τους κακούς χειρισμούς που πραγματοποιήθηκαν, αποτελεί επικίνδυνο προηγούμενο για κάθε μελλοντική πόντιση καλωδίων από τη χερσαία Ελλάδα προς Δωδεκάνησα και Βόρειο Αιγαίο. Η τηλεδιάσκεψη της περασμένης Πέμπτης, που συγκάλεσε ο Σοσιαλιστής επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν και που δυστυχώς δεν κατέγραψε καμία πρόοδο, ήταν μια σημαντική ευρωπαϊκή προσπάθεια στήριξης της υλοποίησης του έργου.

Είναι πλέον απαραίτητο Ελλάδα και Κύπρος να πράξουν επιτέλους το μέρος που τους αναλογεί, αλλά και να κεφαλαιοποιήσουν τη στήριξη της Επιτροπής στο έργο.

Πρόσφατα, άλλωστε, η τελευταία ενέταξε τη διασύνδεση στις 8 «Ενεργειακές Λεωφόρους», δηλαδή στις κύριες προτεραιότητες ανάπτυξης του πανευρωπαϊκού δικτύου. Αν δεν μπορούν Ελλάδα και Κύπρος να υλοποιήσουν ένα έργο με εξασφαλισμένη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και σημαντική πολιτική υποστήριξη, τελικά τι μπορούν να κάνουν;

O καθηγητής Γιάννης Μανιάτης είναι ευρωβουλευτής  του ΠΑΣΟΚ, πρώην υπουργός