«Υπήρξε μια μέρα, πρόσφατα, που η Γάζα έπαψε να είναι το όνομα μιας περιοχής, για να μετατραπεί στον ορισμό μιας κόκκινης γραμμής που πολλοί από εμάς πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να παραβιάζεται. Από εκείνη την ημέρα, το να παλεύεις στο πλευρό της Γάζας δεν είναι πια μια πολιτική επιλογή που τίθεται σε συζήτηση, αλλά μια πνευματική μετατόπιση στο πλαίσιο της οποίας ένα κομμάτι της ανθρωπότητας έχει απομακρυνθεί από ένα άλλο, διεκδικώντας μια δική του ιδέα της Ιστορίας και ζητώντας πίσω τον κόσμο που του έχουν κλέψει. Η Γάζα έχει γίνει πλέον κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια γεωπολιτική κατάσταση όπου παίρνεις θέση: ορίζει μια συγκεκριμένη στάση ζωής».
Αυτά έγραφε πριν από λίγες μέρες στο Substack ο γνωστός, και πολυμεταφρασμένος στην Ελλάδα, ιταλός συγγραφέας Αλεσάντρο Μπαρίκο. Οι πρώτοι που το κατάλαβαν, συνέχιζε, ήταν νέοι ηλικίας 15-25 ετών. «Ηταν περίεργο να τους βλέπεις να ανεμίζουν παλαιστινιακές σημαίες, να ξυπνούν ξαφνικά από τον πολιτικό τους λήθαργο. Θέλω να πω, ήταν παιδιά με τα οποία ήταν δύσκολο να μιλήσεις για τον Σαλβίνι, τη Μελόνι, ακόμη και τον Τραμπ. Δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται. Κλιματική αλλαγή και ταυτότητα φύλου, με αυτά παθιάζονταν. Και ξαφνικά, μια μέρα, τα βρίσκεις στην πλατεία με σημαίες μιας μακρινής χώρας για την οποία το πιθανότερο είναι ότι δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα. Οταν στη συνέχεια άρχισαν να κατεβαίνουν στους δρόμους με τις ίδιες σημαίες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, συνειδητοποιήσαμε ότι εκείνα τα παιδιά προπορεύονταν όλων κατά ένα τέταρτο της ώρας: σήμερα είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε πώς συνέβη αυτό και σε τι ακριβώς συνίσταται το γνωστικό άλμα που έκαναν με μια ταχύτητα που κανείς άλλος δεν μπορούσε να πετύχει».
Η «Repubblica» έθεσε τις παρατηρήσεις αυτές σε γνώση του γάλλου ιστορικού Ζοάν Σαπουτό («Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα», εκδ. ΠΟΛΙΣ). «Το θέαμα που παρακολουθούμε, με την επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη, την τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και την τυφλή σφαγή στη Γάζα, αποτελεί μια εικόνα παροξυσμικής και φρενήρους βίας που οι νέες γενιές εισπράττουν στο πλαίσιο μιας οικονομίας που τις αντιμετωπίζει ως έναν απλό συντελεστή της παραγωγής, ένα «ανθρώπινο κεφάλαιο», όπου κυριαρχεί το κεφάλαιο και από το ανθρώπινο δεν μένουν πολλά», απάντησε εκείνος. «Πέρα λοιπόν από τη φρίκη που δημιουργεί αυτή η βία, όλα αυτά φαίνονται στους νέους ως μια ακραία μεταφορά μιας νεοφιλελεύθερης εποχής που προωθεί ανοιχτά τον γενικευμένο ανταγωνισμό, τον ατομικό εγωισμό, την καταστροφή των κοινοτήτων, των δημοσίων υπηρεσιών, της αλληλεγγύης. Και τους προκαλούν μια κοινωνική δυστυχία, τόσο υλική όσο και ψυχική».
Τι περίεργο, όμως! Η αντίδραση της Γενιάς Ζ δεν είναι να στραφεί προς τα αριστερά, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά να ευθυγραμμιστεί με κόμματα, κινήματα και ιδέες της Δεξιάς. Δυνάμεις, μάλιστα, που δεν είναι μετριοπαθείς, αλλά αμφισβητούν τις αρχές του φιλελευθερισμού, περιφρονούν θεσμούς όπως τα ανεξάρτητα μέσα και τα πανεπιστήμια και απεχθάνονται το πολιτικό κατεστημένο.
Οπως έχει επισημανθεί βέβαια από τους αναλυτές, η ηλικιακή αυτή ομάδα (13 ως 28 ετών) αποτελείται στην πραγματικότητα από δύο γενιές, με τις γυναίκες να είναι πιο φιλελεύθερες και τους άνδρες πιο συντηρητικούς. Και πάλι: πώς εξηγείται αυτή η στροφή; Η Τζεμίμα Κέλι των «Financial Times» την αποδίδει στη διανοητική ενέργεια της σκληρής Δεξιάς, ένα φρέσκο σύνολο ιδεών για το πώς πρέπει να είναι οργανωμένη η κοινωνία. «Φρέσκο» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ενδιαφέρον ή ρεαλιστικό: ο Κέρτις Γιάρβιν, που οι ιδέες του συνέβαλαν στη διαμόρφωση του φαινομένου Τραμπ 2.0, υποστηρίζει για παράδειγμα ότι η δημοκρατία πρέπει να αντικατασταθεί από τη μοναρχία. Από την άλλη μεριά, η Αριστερά στερείται τόσο νέων διανοουμένων όσο και νέων ιδεών. Οι νέοι λοιπόν που κάποτε ενδιαφέρονταν για τις θεωρίες του Νόαμ Τσόμσκι περί της κατασκευής συναίνεσης από τα μέσα ενημέρωσης σήμερα μοιράζονται τον ενθουσιασμό μιας ψευδώνυμης ακροδεξιάς προσωπικότητας του Διαδικτύου, του Bronze Age Pervert, για την προϊστορική αρρενωπότητα.
Ωσπου φτάσαμε στο σημείο να δούμε αυτή την εβδομάδα συνομιλίες στο Telegram, όπου στελέχη της νεολαίας του αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εγκωμίαζαν τον Χίτλερ, αντάλλασσαν καλαμπούρια για τους θαλάμους αερίων και υποστήριζαν τα βασανιστήρια…
Αλεσάντρο Μπαρίκο (1958 – )
Ο επιθανάτιος ρόγχος
Τους τελευταίους μήνες συνειδητοποιήσαμε ότι το πιο επικίνδυνο ζώο είναι αυτό που πεθαίνει, γράφει ο συγγραφέας των «Κάστρων της Οργής» και της «Νεαρής νύφης» (εκδ. Πατάκη). Ο Εικοστός Αιώνας εγκατέλειψε την αξιοπρεπή αντίσταση που προέβαλλε και, διακρίνοντας το τέλος του, άρχισε να γίνεται τρομερά βίαιος. Και το έκανε υιοθετώντας εκ νέου ένα από τα πιο ισχυρά του γνωρίσματα: την πεποίθηση ότι ο πόλεμος είναι λύση και ότι ο πόνος των αμάχων είναι ένα αποδεκτό τίμημα της σύγκρουσης μεταξύ των ελίτ. Μπορεί κανείς να νιώσει το ωστικό κύμα φαινομένων όπως ο ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία, αλλά και να διακρίνει άλυτα ζητήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή του Ψυχρού Πολέμου, όπως η λατρεία των συνόρων και η θρησκεία του εθνικισμού. Ενα πακέτο είναι όλα: o ύστατος ρόγχος του ετοιμοθάνατου ζώου. Το μακρύ κύμα μιας καταστροφής.







