Παλιά μας πηγαίνανε στον «Άγνωστο» για τα περιστέρια. Δεν ήμουν και πολύ ευχαριστημένη που έπρεπε να τα καλοπιάσω με σακουλάκια σπόρους. Θα προτιμούσα να έρχονταν να καθίσουν στον ώμο μου από μόνα τους χωρίς να εξάπτω την επιθετική βουλιμία τους που με παραξένευε. Εν τω μεταξύ είχα μόλις αρχίσει να διαβάζω, κυρίως επιγραφές καταστημάτων και πινακίδες οδών, οπότε στις πλαϊνές κλίμακες του μνημείου βρήκα τον παράδεισό μου που δεν τον μοιράστηκα με κανέναν, δυστυχώς. Σ’ εκείνη την ηλικία μού αρκούσε το ηχητικό ερέθισμα, ο γρίφος των λέξεων. ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΝ, ΓΡΥΜΠΟΒΟ, ΚΟΡΥΤΣΑ, ΚΙΛΚΙΣ, ΛΑΧΑΝΑΣ, ΜΠΕΛΕΣ, ΣΝΑΤΣΟΥΜΑΓΙΑ, ΣΚΡΑ, ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ, ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ, ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ, ΠΡΕΜΕΤΗ, ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ. Πού μιλάνε έτσι; Τους γονείς μου δεν τους ρώτησα, μην τους φέρω σε δύσκολη θέση. Περιφερόμουν με το στόμα μου γεμάτο λέξεις σε μάρμαρο κι όταν αργότερα έμαθα περί τίνος, τις μάσησα και τις κατάπια. Αυτό ήταν όλο; Οχι μου λέει ο «Άγνωστος» που μου ήταν ακόμη άγνωστος, ωραία, ωραία ακουμπισμένος κάτω, μ’ εκείνον τον τετανικό σπασμό του νεκρού που δεν θέλει να τον λένε νεκρό. Εφτιαξα πολλά παραμύθια στο κεφάλι μου μέχρι να προσαράξω στον Επιτάφιο του Περικλή που στην πραγματικότητα ήταν του Θουκυδίδη. Δύο είναι καλύτερα από έναν, υπήρχαν όμως κι άλλοι πολλοί, μόνοι τους. Πού; Πού; Πού;
Ακόμα παλεύω με τις παγίδες που μου στήνει η «κλίνη κενή, εστρωμένη των αφανών». Ο παιδικός μου εαυτός μού παίζει παιχνίδια. Αντιδρά με σφοδρότητα στην «αφάνεια», στη βία της λήθης. Ορίστε! Κλίνη στρωμένη με αφάνες –αμύνεται. Εχω δει πολλά ζωάκια να φτιάχνουν τέτοιες φωλιές. Ο Άγνωστος και πλέον γνωστός μου, επεμβαίνει και με ενηλικιώνει στο άψε σβήσε. Μου τρίβει τη μούρη πάνω στην πραγματικότητα.
Σε ξεσκίζουν οι αφάνες αν τυχόν έρθετε σε επαφή, κι έχουμε πάθει πολλά τέτοια τώρα τελευταία. Η ευγένεια της πόλης έχει χαθεί, η μετουσιωτική δύναμή της επίσης.
Πέρασαν πολλοί να αφήσουν την πατημασιά τους πάνω σε ονόματα νεκρών κι άλλοι να ποζάρουν, να φωτογραφηθούν και να φύγουν. Ο φόβος της αφάνειας στους ζωντανούς, είναι τρομερό πράγμα, σαρκάζει ο Αγνωστος και αποστρέφει το βλέμμα του απ’ όσα φαίνονται χωρίς να είναι.







