O Πλάτωνας δεν ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι «από όλους τους θεσμούς των Ελλήνων, η ειλωτεία στη Λακεδαίμονα είναι εκείνος που ίσως προκάλεσε τις μεγαλύτερες ατέρμονες συζητήσεις, διαφωνίες και διαμάχες μεταξύ όσων την ενέκριναν και όσων την απέρριπταν» (Νόμοι). Είχε περιγράψει ο Ηρόδοτος την ειλωτεία, ο Θουκυδίδης την εξηγεί στο πλαίσιο της ροής των γεγονότων της «ξυγγραφής» του,  ο Ξενοφών τη σχολιάζει στα Ελληνικά του. Οι ιστορικοί της ελληνιστικής περιόδου και μεταγενέστεροι έλληνες και ρωμαίοι ως τον 2ο μ. Χ. αιώνα,  μελετούσαν ενδελεχώς το θέμα, διαπιστώνοντας τότε πως οι είλωτες είχαν αφομοιωθεί εντέλει στον λακεδαιμονιακό πληθυσμό καλλιεργητών γης, βιοτεχνών και εμπόρων πλέον και το όνομά τους σπάνιζε ώσπου εξαφανίστηκε. H τελευταία εμφάνιση ειλώτων αναφέρεται από τον ιστορικό Πολύβιο στα χρόνια της βασιλείας του μεταρρυθμιστή Νάβιδος, τελευταίου βασιλιά της Σπάρτης (207-192 π.Χ.), ο οποίος τους απελευθέρωσε και χρησιμοποίησε στους πολέμους του κατά της παλαιάς τάξης πραγμάτων, κατά των «αριστοκρατών». Αυτή η άποψη αμφισβητείται, αλλά σε συνδυασμό με τη ρωμαϊκή επέκταση και κυριαρχία, το τέλος της ειλωτείας δεν αποκλείεται να έφτασε εκείνα τα χρόνια το αργότερο.

Η παρατήρηση του Πλάτωνα περί ειλωτείας και οι επισημάνσεις ως την ύστερη ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο αποτυπώνουν την πολυδιάστατη αμηχανία ιστορικών και στοχαστών, η οποία δεν επέτρεψε την συγκρότηση της «ιστορίας» του θεσμού. Τα δεδομένα, αραιά μέσα στον χρόνο, ενδείξεις και ελάχιστες αποδείξεις, διασκορπισμένα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας, Λακωνίας και Ταινάρου, αποτέλεσαν βεβαίως τεκμήρια και μαρτυρίες της σπαρτιατικής  πολιτικής έκφρασης και πολιτειακής δομής, αλλά, όπως είναι φυσικό με την πάροδο των χρόνων, η μεταφορά απόψεων από τον έναν ιστορικό στον άλλο, δεν συσχετιζόταν με επάνοδο στις όποιες πηγές, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται σχόλια και αβάσιμες υποθέσεις. Ετσι, η έρευνα εξακολουθεί να αναρωτιέται ενδεικτικά: από πού προήλθε ο όρος και ο χαρακτηρισμός «είλωτες», ποιες οι ομάδες ειλώτων, ποιοι οι λόγοι συχνών εξεγέρσεών τους, ποια η σχέση ειλώτων με όσους, σύμφωνα με τις σπαρτιατικές αρχές, είχαν είλωτες στην δούλεψή τους, ποιες οι δυνατότητες απελευθέρωσης, ποια η διαφορά με τους δούλους στις άλλες πόλεις-κράτη.

Η σημασία

Θα αναρωτηθεί κανείς ποιος ο λόγος τέτοιου ενδιαφέροντος. Η απάντηση είναι ότι δεν νοείται ιστορία της Σπάρτης και, ευρύτερα, της Λακεδαίμονας, χωρίς την παρουσία των ειλώτων. Στην ουσία δεν νοείται αρχαιότητα δίχως τη Σπάρτη και τους είλωτές της, εξαίρεση στην ιστορία των ελληνικών πόλεων-κρατών ως προς την έννοια και έκταση της εξουσίας βασιλέων, εφόρων, γερουσίας και λαϊκής συνέλευσης (Απέλλα), ως προς τις υποχρεώσεις και ευθύνες των πολιτών, ως προς την διαρκή πολεμική ετοιμότητα, με τους είλωτες να αποτελούν ταυτοτικό στοιχείο μιας «ειλωτικής» Σπάρτης, ομάδες και πλήθη ανωνύμων υποκειμένων προς χρήση, τα οποία είχαν καταλήξει στην Σπάρτη μετά την κατάληψη της λακωνικής πόλης τους Ελος, έφεραν τότε το όνομα «Ελεάτες», ταυτότητα μιας εθνότητας, επιθετικός προσδιορισμός προ της ονοματοδοσίας  «είλωτες».

Ο Ζαν Ντυκά, (1933–2024), συγγραφέας των Ειλώτων, σπούδασε στην École Normale Supérieure του Παρισιού. Από το 1960 και ως το 1963 υπήρξε μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (το πρώτο ξένο ινστιτούτο στην Ελλάδα, ιδρύθηκε το 1846) και, έπειτα από μία τριετία στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου της Νίκαιας στη Γαλλία,  καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας από το 1972 ως το 1994. Κατά τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του αφιερώθηκε στην αρχαιολογική έρευνα και στη συνέχεια στράφηκε στην ιστορία, επικεντρώνοντας τις έρευνές του στη Σπάρτη και τις αρχαίες μορφές δουλείας. Η μονογραφία του Οι Είλωτες(πρώτη έκδοση από τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, 1990), αναγνωρίζεται από την επιστημονική κοινότητα ως σταθμός της έρευνας της ελληνικής αρχαιότητας. Εκεί, κανένα ερώτημα δεν μένει αναπάντητο, καμία πηγή δεν μένει ανεκμετάλλευτη, το κείμενο αποθησαυρίζει όλες τις ερμηνευτικές πιθανότητες και διασταυρώνει τις επιμέρους καταλήξεις.

Ο Ντυκά εκκινεί από τη θέση ότι πρέπει να αρκεστούμε στα ίδια τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων και να ξαναδούμε την ειλωτεία μέσα από το δικό τους πρίσμα. Τα κείμενα αυτά χαρτογραφούν ίχνη της σκέψης ελλήνων ιστορικών και διανοητών σε μια χρονική περίοδο που εκτείνεται από τον 5ο  π.Χ. έως τον 6ο  μ.Χ. αιώνα. Ο συγγραφέας ακολουθεί το παράδειγμα του εθνολόγου, ο οποίος αφουγκράζεται προσεκτικά τον πολιτισμό που μελετά και παρεμβαίνει όσο γίνεται λιγότερο, θέτοντας ως βασικό σκοπό του όχι να διατυπώσει τις δικές του θεωρίες, αλλά να συγκεντρώσει και να κατανοήσει τους ισχυρισμούς των Ελλήνων για το σύστημα δουλείας που λειτουργούσε στη Σπάρτη. Ως κριτήριο κατηγοριοποίησης χρησιμοποιεί τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα ο εκάστοτε συγγραφέας-πηγή, όχι για να ορίσει αλλά για να σκεφτεί την ειλωτεία: τη σημασία του όρου, τη σχέση ιδιοκτησίας, τους καταλόγους παρόμοιων θεσμών σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, την αναφορά στις κατηγορίες της δουλείας και της ελευθερίας, τον οικονομικό ρόλο της ειλωτείας, την καταγωγή του θεσμού, την κριτική που έχει δεχτεί, τον ρόλο των ειλώτων μέσα στην πόλη, τις εξεγέρσεις τους, την μόνιμη αντιπαλότητα και την αναγκαστική συμμόρφωση με τους θεσμούς.

Οι Πανεπιστημικές Εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ) προχώρησαν στη μετάφραση και κυκλοφορία του έργου σε συνεργασία  με τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, η διευθύντρια του οποίου Véronique Chankowski σημειώνει στον σύντομο πρόλογο τη «σημασία του οφέλους για την διάδοση της γνώσης σε έναν τομέα που δεν παύει να παραμένει επίκαιρος».

Απαραίτητο είναι να υπογραμμιστεί ο μεταφραστικός μόχθος της Μαρώς Τριανταφύλλου, με σπουδές Φιλοσοφίας, Σημειολογίας, διδακτορική διατριβή Αρχαίας Ιστορίας: η απόδοση επιστημονικών όρων και αποσπασμάτων κειμένων της κλασικής και ελληνιστικής γραμματείας αποδεικνύουν ότι ο στίβος της μετάφρασης έχει πρωταθλητές.

Jean Ducat

Οι είλωτες

Μτφ. Μάρω Τριανταφύλλου

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2025, σελ. 440

Τιμή 24 ευρώ