Και ρομαντισμός υπάρχει, χωρίς τη λεοντή της πόζας, και νέοι δημιουργοί που τον υπηρετούν. Ξεχωριστή και εκλεκτή περίπτωση ο τραγουδοποιός Γιώργος Κωστογιώργης που ερευνά ξεχασμένους ποιητές του Μεσοπολέμου, φωτογραφίζει κτίρια πριν γκρεμιστούν και οργανώνει προβολές ταινιών.
Και στους δύο δίσκους που έχετε καταθέσει («Το καλοκαίρι πέρασε σα ρίγος», «Τα άνανθα χρόνια μου») εντοπίζουμε είτε άγνωστα ποιήματα γνωστών ποιητών ή άγνωστους και υποφωτισμένους δημιουργούς. Από τον Α. Εφταλιώτη και τον Αγρα μέχρι τον Ρήγα Γκόλφη (σ.σ.: θεϊκό το «Κελάδισμα»!), τον Μήτσο Παπανικολάου. Αν κάποιος επιχειρούσε να βρει ένα συνεκτικό στοιχείο εδώ, είναι ένας χαμένος ρομαντισμός. Είναι το στοιχείο που σας ώθησε σε αυτούς και πώς αλήθεια αλιεύσατε το υλικό;
Από την πρώτη μου επαφή με την ποίηση του Μεσοπολέμου, με γοήτευσαν βαθιά ορισμένα στοιχεία που έχουν ως συνδετικό κρίκο έναν χαμένο ρομαντισμό. Το ανεκπλήρωτο ως συναίσθημα και όχι ως κατάσταση, η μελαγχολία σαν κινητήρια δύναμη της ζωής και του έρωτα, το φως και η μουσικότητα που συνοδεύουν το σκοτάδι. Ακόμα και από τα πιο τραγικά ποιήματα του Ν. Λαπαθιώτη αναβλύζει μια ανυπομονησία για το αύριο. Δεν θέλω σήμερα να ζήσω, ανυπομονώ να δω τι θα μου φέρει η ζωή. Χαρακτηρίζεται από πολλούς η μεσοπολεμική ποίηση και ως παρωχημένη και ως ξεπερασμένη – διαφωνώ κάθετα και θαυμάζω σε κάθε μου ανάγνωση την απλότητα και ειλικρίνεια που εκπέμπει.
«Ο Γιώργος Κωστογιώργης είναι μια μεγάλη ελπίδα του ελληνικού τραγουδιού, της ελληνικής μουσικής γενικότερα αν κρίνω από τις εισαγωγές και τα οργανικά μέρη. Περιμένουμε πολλά απ’ αυτόν», έγραψε ένας διανοητής της εποχής μας: ο δοκιμιογράφος και ποιητής Κώστας Κουτσουρέλης. Τι κάθε φορά ανεβάζει τον πήχη της τραγουδοποιίας σας και ποιο ήταν το αρχικό σας όνειρο;
Εφτασε κάποια στιγμή στα χέρια μου ένα ποίημα, οι «Αγριες νύχτες» της Εμιλι Ντίκινσον σε μετάφραση του κ. Κώστα Κουτσουρέλη. Με εντυπωσίασε τόσο πολύ η απόδοσή του, που κάθισα κατευθείαν στο πιάνο για να το μελοποιήσω. Από την πρώτη ανάγνωση το ένιωθα μέσα μου σαν τραγούδι. Είναι πολύ τιμητικό το σχόλιο του κ. Κουτσουρέλη και θέλω να σταθώ σε αυτό: είναι πολύ σημαντικό για μένα να αρέσουν τα τραγούδια μου σε ανθρώπους που εκτιμώ, που θαυμάζω, που αγαπώ. Επειδή τους εμπιστεύομαι, παίρνω σοβαρά υπ’ όψιν τα σχόλιά τους και πράττω ανάλογα.
Είναι σήμερα για έναν νέο δημιουργό οι ζωντανές παραστάσεις το βασικό του εργαλείο επικοινωνίας με το κοινό;
Κάτι που ακούω σχεδόν σε καθημερινή βάση από τον περίγυρό μου είναι πως η Αθήνα θα πρέπει να βρίσκεται στα άμεσα πλάνα μου. Η ζωή με θέλησε στη Θεσσαλονίκη και αδυνατώ πλέον να φύγω από την πόλη όπου γεννήθηκα, οπότε δεν με ταλανίζει κάτι που δεν μπορώ να αλλάξω. Είναι αλήθεια πως η φυσική παρουσία ενός δημιουργού εκεί που «παίζεται» το παιχνίδι έχει σημασία και με ενδιαφέρει να έχω υπόσταση στην πρωτεύουσα. Οι ζωντανές εμφανίσεις είναι σημαντικές, οι συναυλίες σαν σημείο συνάντησης και αλληλεπίδρασης. Παίζουν ρόλο και οι κυκλοφορίες αφού σε καθιστούν ενεργό στον κόσμο της δισκογραφίας. Τα δύο παραπάνω με απασχολούν έντονα και προσπαθώ να έχουν μια συνέχεια. Σήμερα, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η κινητικότητα του κάθε δημιουργού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πράγμα που με προβληματίζει καθώς δυσκολεύομαι να υποδυθώ όπως θα έπρεπε αυτόν τον ρόλο.
Παρατηρώντας σας κυρίως μέσω κοινωνικών δικτύων, έχετε πτυχές ρομαντισμού μαζί με ζοχάδας για το σήμερα. Φωτογραφίζετε με αγάπη παλιά σπουδαία αρχιτεκτονήματα σε Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Καβάλα και οργίζεστε όταν αυτά γκρεμίζονται. Τι σας ελκύει σε αυτά και τι σας μαγεύει ακόμη στις μεγάλες μας πόλεις;
Με απασχολεί η διάσωση και ανάδειξη της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Η απαξίωσή της ισοδυναμεί με ασέβεια προς την ιστορία μας. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει η πολιτεία όλα αυτά τα αριστουργήματα που έχουν αφεθεί στη μοίρα τους αντικατοπτρίζει τον μεγάλο ξεπεσμό στον οποίο έχει βρεθεί η ελληνική κοινωνία. Λίγα πράγματα είναι πιο ανθελληνικά από το να κατεδαφίζεις ένα μεσοπολεμικό στην Κυψέλη για να χτίσεις οκταώροφη. Αυτή είναι η ανάπτυξη που ονειρεύονται όσοι διαλαλούν την αγάπη τους για τη χώρα; Ο έρωτας, τα κτίρια και το σινεμά με σπρώχνουν στο να γράφω τραγούδια. Τα παρατημένα διαμάντια στις πόλεις της Ελλάδας – κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη – στέκουν σαν έκπτωτοι βασιλιάδες, ο βασιλιάς έπεσε αλλά θα ‘ναι για πάντα βασιλιάς. Η Ιστορία, ό,τι και αν συμβεί, δεν διαγράφεται. Τους δρόμους αυτών των πόλεων περπάτησαν άνθρωποι και άνθρωποι, στους δρόμους τους γράφτηκαν αμέτρητες ιστορίες που με κάποιον μαγικό τρόπο συνεχίζουν να πλανώνται στην ατμόσφαιρα, το νιώθεις σαν τους περπατήσεις. Το εμβληματικό Σταρ στην Αγίου Κωνσταντίνου σε καθηλώνει ακόμα. Στην Ουίλιαμ Κινγκ 10 στα Πατήσια είναι ακόμα γραμμένο το όνομα του Αλέκου Γαλανού στο κουδούνι, λίγο πιο κάτω ο διατηρητέος θερινός κινηματογράφος Ράνια που λειτουργεί σαν πάρκινγκ και που ο ιδιοκτήτης δεν παραχωρεί σε ιδιώτη για χρήση σύμφωνη με τον χαρακτηρισμό του.
Οργανώνετε και κινηματογραφικές προβολές στη Θεσσαλονίκη, κυρίως για σινεφίλ. Το σινεμά ως τέχνη είναι μια κινητήρια δύναμη για τα τραγούδια σας;
Η μουσική είναι γεμάτη σινεμά και ο κινηματογράφος γεμάτος μελωδίες. Οι ζωές των Λαπαθιώτη και Μήτσου Παπανικολάου ήταν κινηματογραφικές, η αλληλογραφία Χατζόπουλου – Πορφύρα μοιάζει κάποιες φορές σαν αυτοσχεδιασμός του Bill Evans, η τραγικότητα των ποιημάτων του Ρώμου Φιλύρα σε οδηγεί μοιραία στον ρόλο του Ανέστη Βλάχου στον συγκλονιστικό «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη. Χωρίς τη μουσική και τη μεγάλη οθόνη, δύσκολα μπορώ να με φανταστώ.
Εχετε επιρροή από τη μεγάλη σχολή των τραγουδοποιών του ’80 και του ’90 και ποια ήταν η βασική σας ματιά σε αυτές τις σχολές; Π.χ. Παπάζογλου, Ρασούλης, Περίδης αλλά και Κατσιμίχες, Μάλαμας, Θανάσης κ.ά.
Μεγάλωσα με Μάρκο, Σκαρβέλη, Παπαγκίκα, Παπαϊωάννου, Rolling Stones, Oasis, Muddy Waters, The Band και η μεγαλύτερή μου αγάπη είναι ο Bill Evans. Από αυτούς που αναφέρατε, περισσότερο συνδέθηκα με τον Ρασούλη και τον Περίδη. Τα αγαπημένα μου ελληνόφωνα τραγούδια εκείνων των δεκαετιών είναι οι «Ρόδες» από τα Ξύλινα Σπαθιά και η «Ρωμυλία» των Χειμερινών Κολυμβητών. Οι «Εξι λαϊκές ζωγραφιές» του Χατζιδάκι, ο ελληνικός δίσκος που έχω ακούσει περισσότερο στη ζωή μου.
Δεν θα αποφύγετε την ερώτηση: Πώς είναι να έχετε πατέρα τον Αργύρη Μπακιρτζή (που έχει ξεχάσει τηλεκοντρόλ κλιματιστικού στην τσέπη του και έχει φύγει για Αθήνα ενώ μένετε Καβάλα…) και πώς να έχετε μητέρα την ποιήτρια και κριτικό Γεωργία Τριανταφυλλίδου;
Το να μεγαλώνεις με αυτούς τους δύο ανθρώπους θα το έλεγα απολαυστικό. Ατάκες συνεχώς, πολλά αστεία, γέλια, αλλά και διαφωνίες, μαλώματα, η αέναη κόντρα τους στο σκραμπλ, ο αδερφός μου ξυπνάει στις 7, εγώ το μεσημέρι, ο πατέρας βλέπει Μιλγουόκι Μπακς στις 4 το πρωί, η μητέρα μου κρύβει το σπάνιο αντίτυπο «Νύχτες αγρύπνιας» της Ανθούλας Σταθοπούλου Βαφοπούλου και εγώ καταστρώνω σχέδια για να της το πάρω. Δηλαδή, όλα έγιναν με απόλυτη φυσικότητα. Η μουσική και τα βιβλία, το ρεμπέτικο και η ποίηση ήταν πάντα μέρος της ζωής του σπιτιού. Δεν χρειάστηκε να με στρέψουν σ’ αυτά. Απλώς, μ’ αυτά με υποδέχτηκαν. Και τελικά με ενέπνευσαν.







