Η Πατρίσια Χάισμιθ (ΗΠΑ 1921 – Ελβετία 1995) αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο του ψυχολογικού θρίλερ. Τολμηρή στην προσωπική της ζωή, όπως και στα έργα της, συνθέτει ιστορίες χωρίς να την απασχολεί η τιμωρία του δράστη ή η κάθαρση. Εξάλλου, η ίδια ισχυρίζεται ότι το κακό βρίσκεται παντού στη φύση, μια άποψη που παρουσιάζεται ή υπονοείται σε όλο της το έργο της, ακόμα πιο ξεκάθαρα στις Ιστορίες φυσικών και αφύσικων καταστροφών, και ότι στην τέχνη το θέμα της ηθικής είναι ανοιχτό, δεν υπάρχουν περιορισμοί, δεν είναι αναγκαία η απόδοση δικαιοσύνης, ή αυτή δεν επέρχεται πάντα στη ζωή.

Οι χαρακτήρες της, ιδιοφυείς και ιδιαίτεροι, είναι σε θέση να αλλάζουν ταυτότητα, να δολοφονούν και στο τέλος να παραμένουν ασύλληπτοι, να συμπεριφέρονται με άνεση, χωρίς ενοχές και μετάνοια για ό,τι βίαιο και εγκληματικό είχε προηγηθεί. Ο ένοχος, που απολαμβάνει την καταστροφή, είναι εκ των προτέρων γνωστός και εκείνο που ενδιαφέρει στα έργα της είναι η συναισθηματική κατάστασή του καθώς και οι επιπτώσεις των πράξεών του στους άλλους. Τα κίνητρά του άλλοτε είναι συγκεκριμένα, όπως η απόκτηση πλούτου και η κοινωνική αναγνώριση στην περίπτωση του Τομ Ρίπλεϊ, του χαρακτήρα που εμφανίζεται σε πέντε μυθιστορήματα, συμπεριφέρεται ακραία και μεθοδικά, λέει ψέματα, εξαπατά και σκοτώνει, και άλλοτε αυτά είναι το αποτέλεσμα πιο περίπλοκων και παράδοξων λόγων, οι οποίοι έχουν σχέση κυρίως με την ταυτότητα. Μία από τις αντιφάσεις του Τομ Ρίπλεϊ είναι ότι ακούει προκλασική μουσική, ιδιαιτέρως έργα του Μπαχ, και έχει γνώσεις γύρω από την τέχνη. Στα εν λόγω ημερολόγια γίνεται γνωστή και η προτίμηση της συγγραφέως στα έργα του Μπαχ αλλά και σε έργα της κλασικής περιόδου, όπως του Μότσαρτ, ενώ η απλή αναφορά στον Ρίχαρντ Βάγκνερ αφήνει μια θολή εντύπωση για το αν απολαμβάνει τις συνθέσεις του.

Στον μυθιστορηματικό κόσμο της δεν περιγράφονται συγκρούσεις μεταξύ του καλού και του κακού, ούτε κυριαρχούν διάφορα δίπολα, μιας και το «κακό» ανταγωνίζεται τον ίδιο του τον εαυτό, η παρουσία του είναι πιο έντονη, με περισσότερο σαφή τα χαρακτηριστικά του. Οι πυκνές σκηνές και οι σύνθετες εικόνες παρουσιάζουν έναν διαφορετικό, «λοξό» κόσμο, πειστικό όσο υπερβολικός και αν είναι. Οι εμμονές των χαρακτήρων της επηρεάζουν τη συμπεριφορά τους και δημιουργούν μια αλληλουχία γεγονότων που ο «άλλος», η πηγή της υποτιθέμενης δυστυχίας τους, μετατρέπεται σε θύμα και εξολοθρεύεται. Αυτό που έχει σημασία είναι η επιτάχυνση του «κακού», η προοδευτική ανέλιξή του, οι ιδιοφυείς επιλογές του, και εν τέλει η επικράτησή του. Στα έργα της απουσιάζει ο άλλος πόλος, καθώς η παρουσία της αστυνομίας ή του ντετέκτιβ, που σε λίγες περιπτώσεις δρα με σκιώδη τρόπο και καθόλου καταλυτικό ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη, είναι από ασήμαντη έως ανύπαρκτη.

Αυτόν τον ιδιαίτερο, λαβυρινθώδη μυθιστορηματικό κόσμο της αμερικανίδας συγγραφέως μπορεί, ως έναν βαθμό, να κατανοήσει ο αναγνώστης αν διαβάσει τα Ημερολόγια και τα Σημειωματάριά της που αναφέρονται στα χρόνια της νιότης της, κατά τη διάρκεια των οποίων έζησε στη Νέα Υόρκη, την περίοδο 1941-1950. Στα γερμανικά και στα αγγλικά κυκλοφορεί, πάντα σε επιμέλεια της Anna von Planta, της συνεργάτιδας των εκδόσεων Diogenes στη Ζυρίχη, η πλήρης συλλογή των Ημερολογίων και των Σημειωματαρίων, με τον τίτλο στα αγγλικά: Patricia Highsmith: Her Diaries and Notebooks: 1941-1995, συλλογή η οποία καλύπτει σχεδόν όλη της τη ζωή.

Ερωτικές περιπέτειες

Στην πρόσφατη ελληνική έκδοση ο αναγνώστης παρακολουθεί τα πάθη και τους πόθους της νεαρής συγγραφέως, που προσπαθεί να ισορροπήσει την προσωπική της ζωή με την επαγγελματική, κυρίως με τη φιλοδοξία της να γίνει γνωστή και επιτυχημένη. Στα ημερολόγιά της περιγράφει με έντονο ρυθμό, σε πέντε γλώσσες, κυρίως όμως στα γαλλικά και γερμανικά, τις φιλίες της, τους διαταραγμένους οικογενειακούς δεσμούς, τις ερωτικές περιπέτειές της με γυναίκες, το πάθος της για το αλκοόλ, τη σχέση της με τον συγγραφέα Marc Brandel, που της είχε κάνει πρόταση γάμου, την εφήμερη σχέση της με τον Αρθουρ Κέσλερ, που τη χαρακτήρισε αποτυχημένη, τη γνωριμία της με την Κάρσον ΜακΚάλλερς, τις εσωτερικές της συγκρούσεις, αλλά και τις αρχικές πολιτικές ιδέες, το πώς, δηλαδή, ξεκίνησε ως δραστήρια κομμουνίστρια και πώς έφτασε να αποκηρύξει αυτές τις πολύ νεανικές και ανώριμες επιλογές της.

Στα σημειωματάριά της, που είναι γραμμένα αποκλειστικά στα αγγλικά, σε αντίθεση με τα ημερολόγια που είναι γραμμένα σε πέντε γλώσσες, καταγράφει τις σκέψεις της γύρω από τη λογοτεχνία, εκφέρει σύντομες τολμηρές απόψεις για το έργο άλλων συγγραφέων, καθώς επίσης διατυπώνει τις θέσεις της για το γράψιμο, για τις αμφιβολίες της σχετικά με ορισμένα της έργα και την αγωνία της να αφήσει σημαντικό έργο. Εξάλλου η σχέση της με αυτό είναι υπαρξιακή. Και όπως σημειώνει η ίδια: «Θέλω να γράψω λοιπόν. Γιατί είμαι κολυμβήτρια παλεύοντας στην πλημμύρα, και γράφοντας αναζητώ μια πέτρα για να ξεκουραστώ πάνω της. Κι αν τα πόδια μου γλιστρήσουν, βουλιάζω».

Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και οι απόψεις της για άλλους συγγραφείς ή η σχέση που είχε αναπτύξει μαζί τους, όπως οι αναφορές της στα έργα της Τζούνα Μπαρνς, του Γκράχαμ Γκρην, του Ντοστογιέφσκι, και πολλών άλλων. Για την Ντόροθυ Ρίτσαρντσον γράφει ότι το μυθιστόρημά της Pointed Roofs είναι βαρετό, όπως βαρετά είναι και τα έργα της Κάθριν Μάνσφιλντ και της Βιρτζίνια Γουλφ (σ. 53): «Τέτοια βιβλία μόνο από γυναίκες μπορούν να έχουν γραφτεί. Τα βαριέμαι. Είναι πολύ “ζωηρά”, δραστήρια, όπως οι γυναίκες όταν επισκέπτονται η μία την άλλη…».

Το πρώτο της μυθιστόρημα Ξένοι στο τραίνο, από τη συγκρατημένη στάση της φαίνεται ότι είχε περιορισμένη επιτυχία, ωστόσο αυτό έγινε ευρέως γνωστό από την ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ Strangers on a train, το 1951, γεγονός που συνέβαλε στο να βελτιωθούν όχι μόνο η διάθεσή της αλλά και τα οικονομικά της. Αλλωστε αυτή η ταινία θα γίνει η αφορμή να τη γνωρίσει ο μελλοντικός της εκδότης, ο Κηλ, ο οποίος, μάλιστα, το 1983, αποκτά για τις εκδόσεις Diogenes τα διεθνή δικαιώματα του συνολικού της έργου.

Σε μερικές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι απόψεις της γίνονται «μνησίκακες και μισάνθρωπες», και ο λόγος της είναι προσβλητικός, η επιμελήτρια μαζί με το εκδοτικό επιτελείο αποφασίζουν να μην τις συμπεριλάβουν. Μάλιστα, η Anna von Planta εξηγεί ότι τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια δεν απεικονίζουν την «πραγματική» Πατ αλλά το άτομο που θα ήθελε να είναι ο εαυτός της. Στο τέλος καταγράφεται η πορεία του μυθιστορήματός της Η τιμή του αλατιού, που κυκλοφόρησε το 1952 με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν, καθώς σ’ αυτό περιγράφεται ο έρωτας δύο γυναικών, της Τερέζας και της Κάρολ. Μόλις το 1990 το ίδιο μυθιστόρημα θα εκδοθεί με το όνομά της και με τον τίτλο Κάρολ, ενώ σ’ αυτό θα στηριχθεί και η κινηματογραφική ταινία του Todd Haynes, το 2015, στην οποία πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Cate Blanchett και Rooney Mara.

Οξυδερκής ματιά

Η οξυδερκής ματιά της Πατρίσια Χάισμιθ, που επέτυχε να αποδώσει το αδύνατο και το σκοτεινό ως κάτι καθημερινό και οικείο στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά της, αποκαλύπτεται και στις προσωπικές της καταγραφές στα Ημερολόγια και τα Σημειωματάριά της.

 Ακολουθεί ένα μικρό δείγμα από αυτά:

«Είδα τον κ. Σων του “New Yorker” στις 5.00. Ενας εξαιρετικά τίμιος, ειλικρινής μετριόφρων τύπος. Θέλει να δει το υλικό μου, και με σκέφτεται περισσότερο ως “ρεπόρτερ του δρόμου” αντί για άντρες τώρα σ’ αυτή τη θέση. Η ζωή είναι ενδιαφέρουσα, αλλά είναι σαν λαβύρινθος από διάφορες δοκιμασίες και τιμωρίες. Η μία και μοναδική ανταμοιβή πρέπει να βρίσκεται στο τέλος. Ο θάνατος; Εσχατος συμβολισμός!».

«…Νιώθω τον τάφο πάνω από τους ώμους μου, το φως να λιγοστεύει για να μη δυναμώσει ποτέ, την ανάσα μου αδύναμη και αδιάφορη. Ω, μα θα ζήσω πάρω πολύ ακόμα. Και θα έρθουν στιγμές, ακόμα και βδομάδες και χρόνια όταν δεν θα υπάρχει τάφος και μυρωδιά μούχλας. Αλλα ενδιάμεσα διαστήματα θα υπάρχουν, επίσης, όταν θα αποκτώ ξανά ενέργεια από το στεγνό χέρι του ύπνου, του φαγητού, της συνουσίας, και θα βλέπω λες και τα μάτια μου θα είναι γυρισμένα μέσα προς την αλήθεια, το ρουφηγμένο πρόσωπο του θανάτου, το ξεφλουδισμένο δέρμα των αγίων σε μεσαιωνικούς πίνακες και θα ξέρω τότε πως η ζωή είναι το μακρύ ταξίδι του θανάτου».(σ. 233)

Αλλού: «…Με κουράζει και με καταθλίβει ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία – ειδικά ο ρεαλισμός α λα O’ Hara ή ακόμα και ο α λα Στάινμπεκ. Θέλω έναν εντελώς καινούριο κόσμο. Οι ζωγράφοι τον δημιουργούν. Γιατί όχι και οι συγγραφείς; Δεν εννοώ τις νεράιδες του Robert Nathan. Εννοώ έναν καινούριο κόσμο που δεν είναι πραγματικός, αλλά ταυτόχρονα είναι συναρπαστικός και γεμάτος νόημα, είναι καλλιτεχνικός, επίσης, άχρονος και μη ρεαλιστικός, όπως οι τοιχογραφίες των ανθρώπων των σπηλαίων…». (σ. 723-724)

Ή: «Η συγγραφή είναι φυσικά ένα υποκατάστατο της ζωής που δεν μπορώ να ζήσω, που δεν είμαι ικανή να ζήσω. Για μένα όλη η ζωή είναι αναζήτηση της ισορροπημένης δίαιτας, που δεν υπάρχει. Για μένα. Δυστυχώς, είμαι είκοσι εννιά και δεν αντέχω να ζω πάνω από πέντε μέρες τη ζωή που έχω αποφασίσει πως είναι η ιδανικότερη να ζήσω».

Και παρακάτω: «… Εμαθα την τέχνη της συγγραφής κάπως αργά. Ακόμα πιο αργά μαθαίνω την τέχνη της ζωής. Γυρνάω σπίτι και τυχαίνει να ρίξω μια ματιά στην Emily Dickinson, και θυμήθηκα πάλι τη μοίρα της δόλιας γυναίκας (και θαλερής ποιήτριας) που ερωτεύτηκε έναν άντρα που είδε τόσο λίγο – και τι δεν έβγαλε από αυτό, τι δεν έδωσε στον κόσμο και στον εαυτό της από ομορφιά. Είπα, αυτό είναι για μένα. Θυμήθηκα τις εγγραφές μου στο ημερολόγιό μου όταν ήμουν δεκαοχτώ. Θυμήθηκα ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν. Δέξου μια γυναίκα για ό,τι αξίζει και για τίποτε περισσότερο. Αυτή είναι η τέχνη της ζωής, ή ο πιο σημαντικός κανόνας της».

Και μια στιγμή αδυναμίας: «Η σκιά της ανικανότητας, της κατωτερότητας, της ανεπάρκειας σε στοιχειώνει και είναι ο θάνατος μεταμφιεσμένος. Διότι μόλις χάνει το νόημα, έχεις τελειώσει. Μέσα στην κακομοιριά, χωρίς να αγαπάς κανέναν, ανέραστη η ίδια, να πεθάνεις δίχως να έχεις χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις σου».

Patricia Highsmith

Τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια

Τα χρόνια της Νέας Υόρκης, 1941-1950

Επιμ. Anna von Planta

Μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης,

Εκδ. Αγρα 2025,

σελ. 780

Τιμή 24,50 ευρώ