Τορόντο, Οντάριο, Καναδάς… Ενα ταξίδι ζωής, ένα ταξίδι που φαντάζει – και είναι – μακρινό, πόσω μάλλον όταν μιλάμε για τις συνθήκες της μετανάστευσης στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Τότε που εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες, μετά το τέλος του πολέμου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους με πλοίο για τον Καναδά, αναζητώντας τη «γη της επαγγελίας». Ταξίδεψαν για περίπου έναν μήνα προκειμένου να φτάσουν τελικά «στην άλλη άκρη του κόσμου», κουβαλώντας στις αποσκευές τους την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Μετανάστες πρώτης γενιάς, ψάχνοντας δουλειά χωρίς να γνωρίζουν καν τη γλώσσα. Πάλεψαν, επέμειναν, παρέμειναν. Σήμερα, αρκετοί από αυτούς – αν όχι οι περισσότεροι, παραμένουν εκεί, έχοντας πλέον αποκτήσει παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, καθώς και επιχειρήσεις, περιουσία – και μαζί με όλα αυτά μια «δεύτερη» πατρίδα.
Η πρόσφατη επίσκεψή μου στο Τορόντο αποτέλεσε την αφορμή για να γνωρίσω αρκετούς έλληνες ομογενείς, μετανάστες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς. Από την πρώτη κιόλας επαφή μου μαζί τους ένιωσα τη φιλοξενία, τη μεγαλοκαρδία και την αγάπη τους για την πατρίδα που άφησαν πίσω, είτε οι ίδιοι/-ες είτε οι γονείς τους. Οσο περισσότερο τους συναναστρεφόμουν τόσο ήθελα να μαθαίνω πιο πολλά για τη ζωή τους, στο παρελθόν και στο παρόν. Πρόθυμοι όλοι τους να ανοίξουν τα σπίτια και τις καρδιές τους, μου αφηγήθηκαν το – οδυνηρό και αβέβαιο τις περισσότερες φορές – ταξίδι προς την ξενιτιά, τις δυσκολίες προσαρμογής και επιβίωσης, αλλά και τη ζωή τους όπως διαμορφώθηκε στο πέρασμα των χρόνων έως σήμερα.

Ελληνοκαναδοί χορεύουν παραδοσιακούς χορούς στο ετήσιο ελληνικό φεστιβάλ που πραγματοποιείται στο Τορόντο κάθε Αύγουστο
Η ελληνική κοινότητα στο Τορόντο προσπαθεί να παραμείνει ενωμένη. Με έναν τρόπο, οι πάντες γνωρίζονται μεταξύ τους, αλληλοβοηθιούνται, αισθάνονται πως τους ενώνει μια «συγγενική» σχέση, έστω κι αν αυτή οφείλεται απλά και μόνο στην κοινή καταγωγή τους. Οπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους «στα ξένα» τούς έκαναν να συσπειρωθούν και να στέκονται ο ένας στο πλευρό του άλλου. Αποκτώντας, έτσι, μια «συνήθεια» που εξακολουθεί να τους συντροφεύει μέχρι και σήμερα, πάνω από έξι δεκαετίες αργότερα.
Αν κάτι χαρακτηρίζει τους Ελληνες του Τορόντο, είναι η βαθιά ριζωμένη αγάπη τους για την Ελλάδα, είτε έζησαν εκεί κάποια χρόνια είτε όχι, αλλά και η παράδοση, τα έθιμα και τα ήθη, που προσπαθούν να τα διατηρούν. Η αλήθεια, δε, είναι ότι το κατορθώνουν. Μεγάλα, οικογενειακά κυριακάτικα τραπέζια με ελληνικό φαγητό και απαρτία όλων των μελών της οικογένειας. Τεράστια γλέντια με ελληνική, λαϊκή, δημοτική και παραδοσιακή μουσική σε γάμους, γιορτές, πανηγύρια και εκδηλώσεις. Βαθιά θρησκευόμενοι οι περισσότεροι, εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή στις δεκαέξι χριστιανικές ορθόδοξες εκκλησίες που είναι χτισμένες σε ολόκληρο το Οντάριο. Οσο για την Ελλάδα, την επισκέπτονται – όπως τουλάχιστον μας είπαν – τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ενώ συνομιλούν με τους συγγενείς τους στο τηλέφωνο σχεδόν καθημερινά.
«Λέγανε ότι τα δολάρια τα βρίσκαμε στον δρόμο!»
Η Νότα Ελιόπουλος (Nota Eliopoulos), Ελληνίδα με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, μετανάστευσε στο Τορόντο με τους γονείς της σε ηλικία μόλις τριών ετών. Η ίδια θυμάται και αφηγείται: «Γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο πατέρας μου είχε δυσκολίες και προβλήματα με την οικογένειά του και αποφάσισαν να φύγουν για το Τορόντο το 1955. Ο πατέρας μου πήγε μόνος του στην αρχή και λίγους μήνες μετά πήγαμε εγώ με την αδερφή και τη μητέρα μου. Ζούσαμε σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί. Στην Ελλάδα ο πατέρας μου ήταν μηχανικός. Οταν πήγαμε στον Καναδά, για έναν χρόνο έπλενε πιάτα γιατί δεν ήξερε τη γλώσσα και τα βράδια έβαφε σπίτια. Σιγά σιγά άρχισε να απασχολείται στο αντικείμενό του».
Και συνεχίζει, εμφανώς φορτισμένη: «Πήγαμε με την αδερφή μου σε καναδικό αλλά και σε ελληνικό σχολείο. Τότε δεν μας δέχονταν εύκολα. Ημασταν στο περιθώριο επειδή ήμασταν Έλληνες μετανάστες. Σπίτι μας μιλούσαμε ελληνικά. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε εκκλησία και κατηχητικό. Ετσι κάναμε και με τα δικά μας παιδιά και τα εγγόνια μας. Ο σύζυγός μου ήρθε στο Τορόντο σε ηλικία 19 ετών. Τότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην παντρευτείς Ελληνα. Επρεπε οπωσδήποτε ο γάμος να γίνει με συμπατριώτη μας».
Η κυρία Νότα, η οποία είναι σήμερα πρόεδρος της παναρκαδικής κοινότητας στο Τορόντο, έχει δύο κόρες και εγγόνια. Η κόρη της έχει παντρευτεί επίσης Ελληνα και τα εγγόνια της μιλούν και κατανοούν τα ελληνικά. Τη ρωτώ αν της λείπει η Ελλάδα και αν ποτέ σκέφτηκαν να επιστρέψουν πίσω. Και απαντά: «Η ζωή μας, κορίτσι μου, φτιάχτηκε εδώ. Προσπαθήσαμε, δουλέψαμε, κάναμε σπίτια και περιουσίες. Οχι, δεν το σκεφτήκαμε να γυρίσουμε. Την Ελλάδα την αγαπάμε και μας λείπει. Την επισκεπτόμαστε κάθε καλοκαίρι για διακοπές και κάνουμε και αντάμωμα στα χωριά μας. Προσπαθούμε να φέρουμε την Ελλάδα εδώ στο Τορόντο, με τη βοήθεια των πολιτιστικών και χορευτικών συλλόγων μας». Και καταλήγει: «Καμιά φορά αισθάνομαι ότι είμαστε πιο Ελληνες και από εσάς που ζείτε εκεί. Οι Ελληνες λέγανε για εμάς ότι εδώ τα δολάρια τα βρίσκαμε στον δρόμο. Κανείς μας δεν βρήκε τίποτα στον δρόμο. Ο,τι κάναμε το κάναμε με ιδρώτα και αίμα! Ο σύζυγος ο δικός μου δούλεψε για τρεις ζωές. Ολα τα κάναμε με πολύ κόπο».
«Αλλαξα όνομα για να βγάλω χαρτιά – τους φαινόταν μεγάλο!»
Εχοντας προγραμματίσει να συναντήσω έλληνες ομογενείς του Τορόντο, έφτασα στο Pape. Πρόκειται για μια όμορφη συνοικία με διώροφα σπίτια στο κέντρο της παλιάς πόλης. Με το που βγήκα από το αυτοκίνητο, έσπευσαν να με προϋπαντήσουν νότες και στίχοι από την ελληνική μουσική. Παλιά λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη και του Στράτου Διονυσίου ακούγονταν από τα εστιατόρια και τις ταβέρνες. Ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν περήφανες στις βιτρίνες των καταστημάτων, ενώ τα ονόματα των λεωφόρων αναγράφονταν σε δύο γλώσσες: την ελληνική και την αγγλική.
Παντού γύρω μου υπήρχαν ελληνικές επιγραφές. Εστιατόριο «Η Μεσσήνη», νυφικά «Η Χριστίνα» και φούρνος «Η ωραία Αθήνα». Φυσικά, οι ιδιοκτήτες σε εξυπηρετούσαν στα ελληνικά και πρόσφεραν και τα αντίστοιχα ελληνικά εδέσματα και προϊόντα. Επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη ελληνική συνοικία του Τορόντο, με τους περισσότερους Ελληνες που μετανάστευσαν να διαμένουν εκεί μέχρι σήμερα.
Ενας από αυτούς και ο Νίκος Ξενοδημητρόπουλος (Nick Xenos), στον οποίο οι Αρχές ζήτησαν να αλλάξει το όνομά του όταν του έβγαλαν χαρτιά καθώς, όπως του είπαν, ήταν υπερβολικά μακρόσυρτο. Ο ίδιος, όπως μας λέει, έφτασε στο Τορόντο το 1957. Δούλεψε για χρόνια ως μάγειρας και σήμερα είναι 87 ετών και συνταξιούχος.
«Η κατάσταση στο χωριό ήταν δύσκολη. Είχα δύο αδερφές να παντρέψω και αποφάσισα να φύγω για τον Καναδά. Εκείνη την περίοδο πολλοί συμπατριώτες μου έφευγαν για το Τορόντο, οπότε φτάνοντας εκεί θα είχα από κάπου να πιαστώ, κάποιον να μου βρει δουλειά, να μην είμαι εντελώς μόνος μεταξύ αγνώστων. Στην αρχή ξεκίνησα να δουλεύω στην οικοδομή, γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα. Τότε η ανοικοδόμηση ήταν μεγάλη και οι δουλειές πολλές αλλά κακοπληρωμένες» θυμάται, για να δώσει αμέσως συνέχεια στην ιστορία του.
«Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε και η αδερφή μου να δουλέψει ως υπηρέτρια σε ένα σπίτι ευκατάστατων Καναδών. Λίγο μετά την πάντρεψα με έναν Ελληνα, παντρεύτηκα κι εγώ επίσης Ελληνίδα και μέναμε όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι, που ήταν 40 τετραγωνικά. Πέρασαν χρόνια για να ορθοποδήσουμε, όμως δεν το βάλαμε κάτω. Προσπαθούσαμε να χαλάμε όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα για εμάς, ώστε να στέλνουμε και κάποια πίσω στους γονείς μας. Με σκληρή δουλειά τα καταφέραμε. Δεν ξεχάσαμε όμως ποτέ ότι είμαστε Ελληνες. Η αδερφή μου με τον άνδρα της και τα παιδιά της κάποια στιγμή επαναπατρίστηκαν. Εγώ δεν το σκέφτηκα ποτέ να επιστρέψω πίσω. Οι κόρες μου είναι και εκείνες Ελληνίδες, το ίδιο και τα εγγόνια μου. Δεν θέλουμε να χαθεί η ταυτότητά μας».
Ενημέρωση και… μπάλα από την πατρίδα
Ο κύριος Xenos ζει στο Τορόντο 70 ολόκληρα χρόνια και στην Ελλάδα έχει ζήσει μόλις 17, πριν δηλαδή μεταναστεύσει. Παρ’ όλα αυτά, παρακολουθεί καθημερινά ελληνική τηλεόραση διαδικτυακά και ενημερώνεται για τις ειδήσεις στην πατρίδα από ελληνικές ιστοσελίδες. Μάλιστα, όταν πήγα σπίτι του, το στερεοφωνικό έπαιζε ελληνικά τραγούδια της δεκαετίας του ’70, ενώ λίγο πριν φύγω μου ανέφερε πως επρόκειτο να παρακολουθήσει και έναν αγώνα ποδοσφαίρου του ελληνικού πρωταθλήματος.
«Η Ελλάδα μού λείπει», παραδέχεται. «Εδώ ο χειμώνας είναι βαρύς και το χιόνι τόσο πολύ, που είμαστε πολλές φορές για μήνες κλεισμένοι στα σπίτια μας. Οταν ήμουν πιο νέος και οι αδερφές μου ζούσαν, ταξίδευα στην Ελλάδα συχνότερα. Πλέον το ταξίδι μού φαίνεται σχεδόν ακατόρθωτο. Ερχονται τα παιδιά μου, ωστόσο, σχεδόν κάθε καλοκαίρι για διακοπές. Η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι η χώρα στην οποία γεννήθηκα. Πλέον όμως έχω δύο πατρίδες». Ο κύβος είναι φανερό ότι για τον ίδιο, όπως και για χιλιάδες ακόμη, έχει ριφθεί. Ωστόσο, ο δεσμός παραμένει ισχυρός και άρρηκτος.









