Τα δώρα που δίνει κάθε κυβέρνηση από το Βελλίδειο προσφέρονται από τον Πρωθυπουργό. Ο τσάρος της Οικονομίας συνήθως φροντίζει να χωράνε στα κουτιά. Ο νυν, ωστόσο, ασχολήθηκε αυτές τις μέρες και με το αμπαλάρισμά τους. Και το έκανε αριστοτεχνικά, τυλίγοντας τις παροχές με εκσυγχρονιστικό χαρτί. Αναφέρθηκε στη φιλοσοφία της φορολογικής μεταρρύθμισης. Συνέδεσε τα μέτρα της με το δημογραφικό και τη μεσαία τάξη. Εξήγησε γιατί είναι «συμπαγής και με χαρακτήρα δικαιοσύνης». Διαφήμισε τις προσπάθειες πάταξης της φοροδιαφυγής και διαβεβαίωσε πως την καταπολεμούν για να μοιράζουν «κοινωνικό μέρισμα». Η παρουσία του θύμισε κάτι από τη ΝΔ που γοήτευε κεντρώους το 2019. Ο Κυριάκος Πιερρακάκης, εξάλλου, δεν μιλάει μόνο σαν τεχνοκράτης που φέρνει αποτελέσματα. Διαλέγει τα λόγια του ώστε να αγγίζουν και την ψυχή των ακροατών του.
Είναι δύσκολο να υπολογιστεί σε πόσα ΜΜΕ, πανελλαδικής και τοπικής εμβέλειας, βγήκε για να προμοτάρει τις εξαγγελίες του προηγούμενου Σαββατοκύριακου. Από κάθε μιντιακό βήμα φιλοτέχνησε προσεκτικά το μεταρρυθμιστικό προφίλ του ιδίου και της κυβέρνησης, χωρίς να ξεχάσει πως για να αποκτήσεις την ευκαιρία να διαπρέψεις στα πολιτικά σαλόνια πρέπει να κερδίσεις πρώτα τους εργαζόμενους στις κομματικές κουζίνες, τονώνοντας το φρόνημά τους – εξού κι αντιπαρέβαλε τις νεοδημοκρατικές «πατριωτικές φορολοελαφρύνσεις» με τον τσιπρικό «πατριωτικό φόρο».
Οσοι παρακολουθούν την πορεία του επισημαίνουν ότι ανήκει στη μάλλον μικρή κατηγορία πολιτικών που λένε καλά λόγια για άλλους. Μόλις τη Δευτέρα, για παράδειγμα, αποκάλεσε τον Θάνο Πετραλιά «Ζακ Αταλί», δίνοντας έτσι στον υφυπουργό του εύσημα για τη δουλειά που έβγαλε κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού του καλαθιού της ΔΕΘ.
Οι επιδόσεις του ως εξωκοινοβουλευτικού υπουργού στο Ψηφιακής Διακυβέρνησης (επί των ημερών του η διασημότερη ευρωπαία αξιωματούχος, η Βεστάγκερ που τα έβαλε με τις Big Tech και κέρδισε, είχε χαρακτηρίσει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Ελλάδας «πάρα πολύ εντυπωσιακό») του εξασφάλισαν όχι απλά μια άνετη εκλογή αλλά την πρωτιά στο γεμάτο ίντριγκες γαλάζιο κάστρο της Α’ Αθηνών.
Από την ανάποδη
Σε αντίθεση με άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου που έχουν κεντροαριστερές καταβολές, σπάνια προκαλεί ζηλότυπες σκέψεις στους νεοδημοκράτες – οι οποίοι είθισται να γκρινιάζουν για τις μεταγραφές από το ΠΑΣΟΚ. Η αιτία γι’ αυτό ίσως κρύβεται στη θητεία του ως πράσινο στέλεχος. Παρότι πολιτεύεται με τη ΝΔ πια (κι οι μυημένοι στα παρασκήνιά της πιστεύουν ότι ο ουρανός είναι το όριο των φιλοδοξιών του), η πολιτική του προσωπικότητα είναι ένα υβρίδιο το οποίο παράγεται μόνο στο ΠΑΣΟΚ. Γιατί συνδυάζει αβίαστα ΜΙΤ και λαϊκότητα – γαρνιρισμένα με μια γενναία δόση επικοινωνιακού ταλέντου.
Η μετακίνησή του από το ένα κόμμα στο άλλο ερμηνεύεται – κατά τον ίδιο – από τις μνήμες των οικογενειακών τραπεζιών της παιδικής του ηλικίας. Εκεί τσακώνονταν ο δεξιός με τον κεντρώο παππού του κι αυτός συνειδητοποιούσε πως καμία διαχωριστική γραμμή δεν είναι ανεξίτηλη. Ασπονδοι φίλοι του, πάντως, θεωρούν ότι πλέον καταβάλλει περισσότερη προσπάθεια απ’ όση ενδεχομένως χρειάζεται προκειμένου να περνιέται για δεξιός στη σημερινή του κομματική στέγη.
Από τα απέναντι στρατόπεδα επιμένουν πως η μέχρι τώρα υπουργική του σταδιοδρομία δεν είναι το απόλυτο success-story. Σύμφωνα με πολιτικούς του αντιπάλους, ο άνθρωπος που επέστρεψε στον μέσο πολίτη τις ώρες που έχανε απ’ τη ζωή του εξαιτίας της γραφειοκρατίας δεν κατάφερε να εξυγιάνει τα ΕΛΤΑ. Το δε πέρασμά του από το Παιδείας αντί να φέρει μη κρατικά πανεπιστήμια χωρίς συνταγματική αναθεώρηση, κατέληξε στην έλευση τριών ξένων ιδρυμάτων που συνεργάζονται με ιδιωτικά κολλέγια εδώ και του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας. Οι πασόκοι ακόμη ειρωνεύονται τη «Σορβόνη με το ένα «ν»» (όταν δεν τον μέμφονται για μεγάλο αριθμό απευθείας αναθέσεων την προηγούμενη τετραετία).
Χάρη και στην πασοκική του τεχνογνωσία, έχει επιλέξει να αυτοσυστήνεται ως μεταρρυθμιστής με κοινωνικές ευαισθησίες. Το πρόβλημα είναι πως οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν ορίζοντα την επόμενη εθνική αναμέτρηση ή την πιο κοντινή εσωκομματική αναμπουμπούλα. Θέλουν χρόνο για να αποδώσουν τα προσδοκώμενα οφέλη. Ο Πιερρακάκης, όμως, έχει παραδεχτεί ότι έχει «μια λογική τώρα, τώρα, τώρα».







