Στη χώρα μας ο κοινός νους δεν ταυτίζεται πάντα με τον ορθό λόγο· δεν καλλιεργήσαμε θεσμικά τον ορθολογισμό, ούτε μας διαπαιδαγώγησαν έτσι στο σπίτι ή στο σχολείο! Αν ορισμένοι θαρρούμε το αντίθετο, βασίζουμε τη γνώμη μας στην προσωπική εμπειρία μας από το σπίτι ή το σχολείο μας, αλλά τούτο δεν επιβεβαιώνει τον κανόνα για τον γενικότερο πληθυσμό. Αντίθετα, είμαστε κουβάρι μπλεγμένο με το κραταιό βιλαέτι της συναλλακτικής ηθικής, της πελατείας και της ιδιοτέλειας. Αν κάποιος επικρίνει τον ανήλικο που οδηγεί αμέριμνα ένα φορτηγό επαγγελματικό στον αυτοκινητόδρομο, θα αντιδράσει η ομήγυρη του Διαδικτύου με σχόλια για τα τρένα, για τα πλοία, για τα αεροπλάνα, συγχέοντας το συγκεκριμένο και καθιστώντας το παχύρρευστο και θολό, διότι τέτοιοι είμαστε!

Ζώντας στην επαρχία αντιλήφθηκα βιωματικά τη συναλλακτική ηθική του μικρού τόπου, η οποία συνυφαίνεται με την επιείκεια ή με την αυστηρότητα και εξίσου στενά συνδέονται αυτές οι τρεις έννοιες με την ηθική και το δίκαιο, δηλαδή με τον τρόπο που ρυθμίζονται οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και κοινοτήτων. Μπορεί prima vista να φαίνονται διαφορετικές, αλλά στην πράξη συγκροτούν ένα τρίπτυχο που αφορά τη στάθμιση μεταξύ των κανόνων, της δράσης και της αξιολόγησης του ανθρώπινου βίου.

Η αυστηρότητα διασφαλίζει ότι οι συναλλαγές και το ρυθμιστικό πλαίσιο της συμπεριφοράς βασίζονται σε σταθερούς κανόνες και όχι σε αυθαίρετες αποφάσεις. Κάτι τέτοιο, εδώ στα παραδοσιακά νοτιοβαλκανικά κοινοτικά συστήματα οργάνωσης, μας τρομάζει καθώς ταιριάζει σε δυτικές προτεσταντικές κοινωνίες, που είχαν παλαιόθεν βασίσει τις πολιτείες τους σε καταστατικά όπως η Magna Carta, το Σύνταγμα, οι νόμοι, τα πρωτόκολλα και η κατηγορική προσταγή του Ιμάνουελ Καντ (1724-1804)· αυτά απαιτούσαν ακρίβεια και καθολικότητα στην εφαρμογή των κανόνων, επιβάλλοντας την πράξη ως καθήκον που ισχύει άνευ εξαιρέσεως. Αυτή η συνεπειοκρατική στάση αποτρέπει την αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει τις υποκειμενικές εκτιμήσεις ή… προτιμήσεις.

Η επιείκεια προτείνεται από τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) στα Ηθικά Νικομάχεια (Ε’ 10, 1137b) ως διόρθωμα του κανόνα δικαίου, ο οποίος ως αναγκαστικά γενικός δεν προβλέπει όλες τις επιμέρους περιπτώσεις· έτσι, η επιείκεια, αποκαθιστά ως διορθωτική παράμετρος την ισορροπία εκεί όπου η άκαμπτη εφαρμογή του νόμου οδηγεί σε άδικο αποτέλεσμα. Ασφαλώς, έτσι δεν απεμπολούμε τη δικαιοσύνη, αλλά την αναβαθμίζουμε, καθώς λαμβάνουμε υπόψη την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου και των περιστάσεων. Η μονομερής εμμονή στην αυστηρότητα αγνοεί το συγκεκριμένο, εμπειρικό και συχνά τραγικό στοιχείο της ανθρώπινης δράσης· αυτό επιχειρεί να θεραπεύσει η αριστοτελική επιείκεια. Με άλλα λόγια, για να είναι μια κοινωνία δίκαιη, χωρίς να είναι αμείλικτη ούτε χαλαρή, οφείλει να ισορροπεί ανάμεσα στη σταθερότητα των κανόνων και στην ανθρωπιά της επιείκειας.

Η συναλλακτική ηθική, ωστόσο, στα καθ’ ημάς, δεν αφορά την αποκατάσταση της ζημίας, όποτε προκύπτει· η αντίληψη που υπάρχει διάχυτη στη νεοελληνική κοινωνία αναφέρεται στις γνωριμίες και στις δυνατότητες εξυπηρέτησης από τον τάδε ή τον δείνα, ανεξαρτήτως της θέσης ή της λειτουργίας του στο κοινωνικό σύνολο. Όλοι έχουν τη σημασία και τον δυνητικό ρόλο τους· ο τροχονόμος, για να μη σου κόψει κλήση, ο τσαγκάρης, για να σου επιδιορθώσει γρήγορα τη σόλα, ο τσοπάνης, για να σου δώσει ένα καλό κεφαλοτύρι, ο διοικητικός υπάλληλος για να επισπεύσει κάποια διεκπεραίωση, ο δήμαρχος για να σου εγκρίνει μια χρήση γης και πάει λέγοντας. Η συναλλακτική ηθική συνδέεται με την έλλειψη αξιοπιστίας, δικαιοσύνης και καλοπιστίας· χωρίς την αυστηρότητα, οι κρίσεις ντύνονται με την αναξιοπιστία του υποκειμενικού σχετικισμού και χωρίς την επιείκεια, το δίκαιο εκπίπτει σε απάνθρωπη τυπολατρία· με τη συναλλακτική ηθική, πάντως, η ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων καταρρέει σε εγωιστικό ωφελιμισμό και ωμή ιδιοτέλεια.

Η δικαιοσύνη δεν ταυτίζεται με την άκριτη εφαρμογή κανόνων, ούτε με την κατά βούληση προσαρμογή τους, αλλά, επειδή πρέπει να θεμελιώνεται στον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οφείλει να συνθέτει δυναμικά την αυστηρότητα και την επιείκεια. Τα κάθε λογής συναλλακτικά ζιζάνια μάς εμποδίζουν να ευδοκιμήσουμε ως εαυτοί και ως κοινωνία.

Ο Κώστας Θεολόγου είναι διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής ΕΜΦΕ ΕΜΠ