Στο ζήτημα του καλωδίου GSI Κρήτης – Κύπρου δεν διακυβεύεται μόνο ένα στρατηγικής σημασίας ενεργειακό σχέδιο, αλλά και η ίδια η ύπαρξη ελληνικής ΑΟΖ στην Αν. Μεσόγειο και το κύρος της χώρας. Η πρόσφατη εμπειρία πέντε εθνικών ενεργειακών/περιβαλλοντικών σχεδίων δεν είναι ενθαρρυντική, ιδίως όταν η τρέχουσα «βεβαιότητα» υλοποίησης του GSI «στηρίζεται στην ευρωπαική υποστήριξη και το διεθνές δίκαιο».
Τα πέντε σχέδια (αγωγός EastMed, υπεράκτια αιολικά, θαλάσσια πάρκα, θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, καλώδια) προσέκρουσαν όλα σε τουρκική αδιαλλαξία. Τα δύο πρώτα ναυάγησαν, τα τρία τελευταία θαλασσοδέρνονται απειλώντας τα «ήπια νερά» με φουρτούνες. Κατά τα φαινόμενα, ο ελληνικός σχεδιασμός περιορίζεται στη νομιμότητά τους κατά το διεθνές δίκαιο («αφού όλη η Μεσόγειος είναι κατεσπαρμένη με καλώδια, το έργο δεν μπορεί να εμποδιστεί») και στη «στήριξη συμμάχων». Δεν φαίνεται δηλαδή να αξιολογούνται ορθά όλα τα δεδομένα και οι τουρκικές αντιδράσεις, με κίνδυνο οι (ορθές κατά τα άλλα) εθνικές πρωτοβουλίες να λειτουργήσουν ως «μπούμερανγκ» με αρνητικότατες εξελίξεις. Η διαφαινόμενη νέα απόπειρα υλοποίησης του GSI απαιτεί γι’ αυτό πολύπλευρο σχεδιασμό και συνετή αποφασιστικότητα.
Εάν τα ερευνητικά σκάφη εκδιωχθούν ξανά (όπως στην Κάσο) από τουρκικές φρεγάτες από τη νόμιμα οριοθετημένη (όχι απλά «δυνάμει») ελληνική ΑΟΖ, τα πλήγματα στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και το κύρος της χώρας θα είναι καθοριστικά. Πρώτον, θα ακυρωθεί στο πεδίο, όχι το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά η νόμιμη (και επί πενταετία ανεκμετάλλευτη) Συμφωνία ΑΟΖ με την Αίγυπτο του 2020, εξαλείφοντας έτσι κάθε ελπίδα διεκδίκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Αν. Μεσόγειο πέρα από τα 6 ν.μ. Δεύτερον, τυχόν νέα ελληνική υπαναχώρηση θα ερμηνευθεί από την Άγκυρα ως αποδοχή οποιασδήποτε διεκδίκησής της. Τρίτον, θα δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο και για τα άλλα καλώδια στην Αν.Μεσόγειο (GREGY με Αίγυπτο), αλλά και τα ζωτικής σημασίας σχέδια του ΑΔΜΗΕ για ηλεκτρική διασύνδεση της ηπειρωτικής χώρας με τα νησιά του Αν. Αιγαίου. Τέταρτον, η «σύμμαχος» Αίγυπτος θα θεωρήσει οριστικά τη χώρα μας αδύναμη και θα στραφεί πλήρως προς την Άγκυρα. Πέμπτον, θα πληγεί καίρια η σχέση μας με τον Κυπριακό Ελληνισμό. Εκτον, το οικονομικό κόστος της τυχόν ματαίωσης του έργου θα είναι βαρύ και θα αναζητηθούν ευθύνες.
Κι όμως, το συγκεκριμένο ζήτημα είναι το συγκριτικά καταλληλότερο για να στείλει η Ελλάδα μήνυμα αποφασιστικότητας στην Τουρκία. Κι αυτό γιατί:
Πρώτον, θα αιφνιδιάσει την Άγκυρα που φαίνεται να εκλαμβάνει ως δεδομένη την ελληνική οπισθοχώρηση σε κάθε απαίτησή της. Δεύτερον, από πλευράς διεθνούς δικαίου η θέση μας είναι πολύ ισχυρότερη από άλλα θέματα (το bullying διά των κανονιοφόρων για ένα ηλεκτρικό καλώδιο θεωρείται καταχρηστικό διεθνώς). Τρίτον, το βάρος μιας επιθετικής ενέργειας κατά των ερευνητικών σκαφών πέφτει στην τουρκική πλευρά που πρέπει να αντιδράσει, αντίστροφα από άλλες κρίσεις (π.χ. Ορούτς Ρέις) που η χώρα μας ήταν εκείνη που καλείτο να δράσει. Τέταρτον, τα σκάφη είναι ιταλικά, μισθωμένα από γαλλική εταιρεία και δεν είναι απλό, όταν παρεμποδιστούν βίαια, να μείνουν αδιάφορες οι δύο ευρωπαϊκές χώρες. Πέμπτον, η χρονική περίοδος προσφέρεται για διπλωματικό «στρίμωγμα» της Τουρκίας, ώστε να αποτραπεί η υφέρπουσα είσοδός της στην ευρωπαική άμυνα.
Συμπερασματικά, η χωρίς εθνικές αβαρίες υλοποίηση του έργου είναι εφικτή και εθνικά αναγκαία διότι διακυβεύονται όλα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα πέρα από τα 6 ν.μ. Απαιτεί όμως συνετή αποφασιστικότητα και ολοκληρωμένο σχεδιασμό και όχι ευχολόγια περί διεθνούς δικαίου και αυτοκαταστροφικές υπεκφυγές περί κυπριακών ευθυνών.
Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι πρώην υφυπουργός Εξωτερικών







