Οι ταινίες της Εύας Στεφανή είναι από εκείνες που σε κάνουν να ζηλεύεις κάποιον που δεν τις έχει δει ακόμα: γιατί θα έχει τη χαρά να βιώσει για πρώτη φορά αυτό που ένιωσες κι εσύ όταν τις πρωτοείδες. Ισως η μεγαλύτερη ένδειξη της ποιότητάς τους να είναι η δυσκολία μου να περιγράψω, να βάλω σε λέξεις το τι αφορούν. Γιατί δεν αφορούν. «Διαβάζω “πρόκειται για…” και θέλω να αυτοπυρποληθώ». «Δεν θέλω να ακούω για άλλα «ζητήματα» και «επικαιρότητα»», μου λέει η Εύα Στεφανή στην αρχή της συζήτησής μας και καταλαβαίνω μεμιάς και το γιατί με τραβάει η δουλειά της και γιατί ήθελα να μιλήσω μαζί της χωρίς κάποια ιδιαίτερη αφορμή. Της πρότεινα να βρεθούμε για «ΤΑ ΝΕΑ», όταν τη συνάντησα στο Αίγιο, στα μέσα του Ιουνίου, όπου τιμήθηκε για τη δουλειά της από το 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους «Θόδωρος Αγγελόπουλος», με το κοινό να χειροκροτεί επί μακρόν μετά την προβολή των δύο ταινιών της. Τα μάτια τους έλαμπαν άλλοτε χαμογελώντας με το τρυφερό χιούμορ και άλλοτε με τη γλυκύτητα των χαρακτήρων των ντοκιμαντέρ της («Αθήναι», 1995 και «Οι λουόμενοι», 2008). Το εύθυμο κλίμα σκίασαν για λίγο κάποιες διαδικτυακές αντιδράσεις ντόπιων «παραγόντων» που εξέφρασαν τη διαφωνία τους με τη βράβευσή της ανασύροντας έργα της από το παρελθόν, μιας και η βραβευμένη ντοκιμαντερίστρια έχει συμμετάσχει μεταξύ άλλων στην Μπιενάλε της Βενετίας και στην Documenta 14. Είναι επίσης καθηγήτρια κινηματογράφου στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Χτυπήθηκε άδικα το Φεστιβάλ
«Οταν το είδα, σκέφτηκα “Μα είναι δυνατόν;”. Μου φάνηκε μία αναμενόμενη ακροδεξιά αντίδραση που δεν προκλήθηκε εξαιτίας ενός έργου που έδειχνα στο φεστιβάλ αλλά με την αφορμή, όσων έγιναν πρόσφατα στην Πινακοθήκη», (σ.σ. Η ίδια είναι δημιουργός του έργου «Εγερτήριο» που ανήκει στη μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης. Λίγες ημέρες μετά τον βανδαλισμό της έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου» νωρίτερα φέτος, από τον βουλευτή Νίκο Παπαδόπουλο της «Νίκης», ο πρόεδρος του κόμματος Δημήτρης Νατσιός κατέθεσε μήνυση κατά του έργου της Εύας Στεφανή, υποστηρίζοντας ότι «προσβάλλει τα ιερά και τα όσια».) «Είναι λες και ψάχνουν τρόπους για να στοχοποιήσουν κάποιον/α για να να φανούν αυτοί θεματοφύλακες της ηθικής. Στεναχωρέθηκα, όχι για την επίθεση σε μένα, αλλά επειδή «μέσω εμού» χτυπήθηκε άδικα το Φεστιβάλ, που μου έκανε τη μεγάλη τιμή να με βραβεύσει».
«Το Φεστιβάλ Αιγίου μου φάνηκε μία εξαιρετική πρωτοβουλία, οι άνθρωποι είχαν πολύ θερμή συμπεριφορά, πολύ τρυφερή. Το πρόγραμμα επίσης ήταν πολύ μετρημένο, δεν ήταν πελώριο. Κάθε μέρα συναντιόμασταν όλοι και βλέπαμε τις ίδιες ταινίες. Εχουμε συνηθίσει πια αυτά τα γιγάντια φεστιβάλ, που τρέχεις από δω, τρέχεις από κει, προσπαθείς να τα δεις όλα και καταλήγεις να μη δεις τίποτα. Επίσης, δεν συναντάς ανθρώπους σήμερα για να συζητήσεις μαζί τους. Ενώ εκεί, βγαίναμε το βράδυ, τρώγαμε όλοι μαζί. Μου θύμισε παλιότερες εποχές. Εποχές οικειότητας. Είχε ξεκάθαρη κινηματογραφική στόχευση το φεστιβάλ, και στο ντοκιμαντέρ. Καλλιτεχνική στόχευση. Από τις ταινίες που διάλεξαν και έδειξαν το καταλάβαινες αυτό. Δεν τους ενδιέφερε η επικαιρότητα, δεν ήταν “ταινία για…” που είναι της μόδας. Βάσανος η επικαιρότητα. Δεν έχει καμία σχέση η επικαιρότητα με την τέχνη».
Την ρωτάω αν είναι απόλυτη απέναντι σε αυτό και μου απαντά πως: «Εν δυνάμει, η επικαιρότητα έχει σχέση με την τέχνη, αλλά δεν μπορεί μόνο η επικαιρότητα να αποτελεί τέχνη. Οπως και το μπέρδεμα θεωρητικού στοχασμού και τέχνης. Για παράδειγμα σε αιτήσεις χρηματοδότησης εικαστικών έργων, είναι κοινός τόπος ότι όλοι (και ειδικά οι εικαστικοί) αντί να περιγράψουν στην αίτησή τους τι έργο θέλουν να κάνουν, τι θέλουν να παρουσιάσουν, γράφουν: “Θέλω να μιλήσω για… αποικιοκρατία, κουήρ, ζητήματα φύλου, ταυτότητας, ετερότητας…”. Το “να μιλήσω για” δεν έχει καμία σχέση με την τέχνη. Αν θες να “μιλήσεις για”, γράψε ένα άρθρο στην εφημερίδα ή συζήτησέ το με έναν φίλο σου. Η τέχνη είναι υπαινιγμός, δεν είναι “να μιλήσω για”. Από άλλη ανάγκη κινηματογραφεί κανείς, γράφει κανείς λογοτεχνία. Το χειρότερο δε, είναι ότι οι καλλιτέχνες πια εξηγούν οι ίδιοι το έργο τους. Διαβάζω “πρόκειται για” και θέλω να αυτοπυρποληθώ. Δεν θέλω να ακούσω για άλλα “ζητήματα” και “επικαιρότητα”. Θέτεις το ερώτημα στην τέχνη, δεν δίνεις απαντήσεις. Αν δίνεις απαντήσεις, πέραν από βαρετό, είναι και ηλίθιο”». Η ίδια αποδίδει αυτή την ανάγκη υπεραπλούστευσης και εξήγησης των πάντων σε κάτι γενικότερο που ξεκινά φυσικά από την παιδεία. «Από το σχολείο μέχρι το πανεπιστήμιο, δεν ευνοείται η πρωτότυπη σκέψη και αποθαρρύνεται η συνθετική. Σε μεγάλο βαθμό και στις κοινωνικές επιστήμες συμβαίνει το ίδιο. Αυτό το βλέπεις και στις μαθητικές ή και πανεπιστημιακές εργασίες, όπου είναι κατά βάση παραθετικές. Ενώ το νόημα είναι να πεις εσύ κάτι – έστω πολύ μικρό και πρωτότυπο, παρά να παραθέτεις μόνο τι είπε ο ένας και ο άλλος».
Πίστη και έρωτας
Της επισημαίνω ότι οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν στο Αίγιο είχαν και ένα θρησκευτικό πρόσημο. Μιλούσαν για ασέβεια απέναντι σε ιερά και όσια, σε σύμβολα και πίστη. Μου απαντά ακαριαία πως τη συγκινούν πολύ οι άνθρωποι που πιστεύουν βαθιά. Τη ρωτάω αν δεν πιστεύει σε τίποτα η ίδια για να μου απαντήσει πως «κάνει μεγάλη προσπάθεια να πιστέψει». Σε τι;
«Θα ήθελα να πιστεύω διακαώς στον Θεό και συνεχώς αναρωτιέμαι για την ύπαρξη μιας πνευματικής οντότητας που μπορεί να φωτίσει τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει στο Καλό. Ισως είναι πολύ γελοία απάντηση αυτή… Σε δύσκολες στιγμές – και ξέρω πως είναι πολύ ωφελιμιστικό αυτό – πιστεύω. Θαυμάζω πολύ τη φίλη μου Ολια Λαζαρίδου για τη φλόγα που της δίνει η πίστη και την αγάπη που προσφέρει απλόχερα σε όλους τους ανθρώπους. Σε απώλειες, σε ζητήματα υγείας, έχω εναποθέσει τις ελπίδες μου στον Θεό. Αλλά και σε στιγμές ή περιόδους βαθιάς υπαρξιακής ανησυχίας. Πιστεύω στα διδάγματα της Βίβλου, για την αγάπη, για τον πλησίον, για το καλό, αλλά δεν κατανοώ την έννοια της αμαρτίας, κυρίως όπως μεταφράζεται από την Εκκλησία η οποία μας καταδιώκει επειδή είμαστε εν δυνάμει όλοι αμαρτωλοί. Εχω ωστόσο μεγάλη ανάγκη να υπάρχει ένα κομμάτι ιερότητας στην καθημερινή ζωή, το οποίο έχει εκλείψει. Νομίζω ότι ο άνθρωπος θέλει να νιώσει αυτό το “πέραν”, κάτι που τον υπερβαίνει. Το ιερό, όπως οι αρχαίοι ναοί για παράδειγμα, που υψώνονται μπροστά μας, σηματοδοτούν αυτό το “πέραν”. Κάτι πιο υψηλό από μας. Νομίζω ότι γι’ αυτό αναζητά κανείς να νιώσει και τον έρωτα. Δυστυχώς δεν είμαι ερωτευμένη αυτή την περίοδο. Ο έρωτας και η πίστη είναι σαν αυτό που λέει η Γουέντι στον Πίτερ Παν: “Οταν ένα παιδάκι παύει να πιστεύει στις νεράιδες, μια νεράιδα πεθαίνει”. Αν πάψεις να πιστεύεις, δεν θα γίνει ποτέ. Ετσι και με τον έρωτα».
Μυρίζουν όλα παιδική ηλικία
Της ζητάω να μου μιλήσει για τον δικό της έρωτα.
«Εμένα με χτύπησε σαν αστροπελέκι ο έρωτας στα 17. Δεν ήταν εφηβικός έρωτας. Ηταν ένα πράγμα που με ξεπερνούσε. Βλέπαμε τότε τις ταινίες του Ζουλάφσκι, που έδειχνε κάτι ακραίους έρωτες, και ερωτοτροπούσαμε μέσα στο σινεμά και μετά μέσα στα Kentucky Fried Chicken, και ξαπλώναμε πλάι – πλάι στην Πατησίων, γιατί δεν είχαμε πού αλλού να πάμε».
Στα Εξάρχεια που καθόμαστε για το γεύμα και τη συζήτηση περνούν διαρκώς άνθρωποι που τη χαιρετούν ή τους χαιρετά. Εδώ μένει άλλωστε. Κάποια στιγμή σηκώνεται και απομακρύνει από τα σκαλιά δίπλα μας μια κορδέλα της Τροχαίας – παρατημένη από καιρό – «γιατί κάποιος μπορεί να σκοντάψει».
«Μου αρέσουν πολύ οι γειτονιές. Τρελαίνομαι. Το καλύτερο είναι να μένεις εκεί που γεννήθηκες, για να έχεις εγγραφές. Να έχεις την ψευδαίσθηση ότι μυρίζουν όλα παιδική ηλικία. Μεγάλωσα στην Πλατεία Μαβίλη και κάθε φορά που πάω, ευφραίνεται η καρδούλα μου. Νιώθω πολύ γεμάτη». Τη ρωτάω με τι άλλο νιώθει έτσι.
«Οταν γνωρίζω ή κινηματογραφώ κάποιον, κάποια ή κάτι που με συναρπάζει, νιώθω τρομερά ευτυχής. Είναι οι πιο ωραίες μου στιγμές, αλλά είναι λίγες οι στιγμές αυτές. Είναι όμως συγχρόνως ένα αμοιβαίο παιχνίδι έκθεσης εμού και του άλλου. Δυστυχώς τα πιο ευάλωτα κομμάτια του εαυτού είναι δύσκολο να τα αποκαλύψουμε μπροστά στον φακό αλλά και στο έργο μας. Κι όμως αυτά είναι τα πολύτιμα. Στις περισσότερες ταινίες που έχω κάνει, τα διαμάντια της ψυχής του άλλου δεν έχω καταφέρει να τα αναδείξω, όπως θα ήθελα. Στις “Μέρες και Νύχτες της Δήμητρας Κ.” ένιωσα την ανάγκη να εκφράσω όλα αυτά τα κρυμμένα συναισθήματα μέσα από ένα – ας το πούμε κόμικς – που φτιάχνω εδώ και δώδεκα χρόνια. Νομίζω ότι είναι πιο ειλικρινές και αστείο από την ταινία, είναι αυτοαναφορικό, εκτίθεμαι σε σχέση με τη δική μου σεξουαλικότητα και γίνομαι ολίγον ρόμπα.
Τώρα είμαι σε μια περίοδο πριν από κάτι, που όμως δεν ξέρω τι είναι ακόμα – όπως διάφορα που γυρνοβολάνε στο μυαλό μου. Νομίζω ότι θα ήθελα να κάνω μια ταινία με κομματάκια, να μην έχει μια αφηγηματική ροή, αλλά σαν κουρελού, να συνδέσω πράγματα που με συγκινούν».
Αυτά που με συγκινούν
Δεν μπορώ να μην τη ρωτήσω τι είναι αυτό που τη συγκινεί.
«Οι άνθρωποι όταν ντρέπονται, οι άνθρωποι όταν μιλάνε γι’ αυτά που ντρέπονται, οι άνθρωποι όταν κλαίνε, όταν δείχνουν την αγάπη τους. Αυτά δεν είναι τα βασικά; Οταν αγκαλιάζονται, όταν βλέπεις δυο να φιλιούνται στον δρόμο… Και το βλέπω όλο και λιγότερο. Στη γενιά μου, πιο πολύ φιλιόμασταν στον δρόμο παρά περπατούσαμε. Είδα πρόσφατα ένα αγόρι και ένα κορίτσι να φιλιούνται στον δρόμο και μου θύμισε, όταν ήμουν επτά ετών και είχαμε πάει στο Παρίσι, και ήταν ο νονός του αδελφού μου στη Σορβόννη, και τον είδαμε να φιλιέται με τη φίλη του επί τρία λεπτά – και μου έχει καρφωθεί αυτή η εικόνα. Ελεγα: «Πως έτσι πρέπει να είναι ο έρωτας. Να μην μπορείς να ξεκολλήσεις. Να είσαι ένα». Και πράγματι, αυτό είναι. Νομίζω ότι το αγαπημένο πρόσωπο το αναγνωρίζεις όταν το πρωτοσυναντάς με έναν διαφορετικό τρόπο. Με εκείνο το μη συνειδητό κομμάτι που δεν επικοινωνείται με λέξεις. Αυτό συμβαίνει με τον έρωτα. Κάτι πολύ βαθύ και ανεξιχνίαστο. Δεν είναι ούτε η εξωτερική εμφάνιση, ούτε τα μαλλιά, ούτε το ύψος, ούτε τίποτα από αυτά που έχει σημασία. Οπως έλεγε η σπουδαία ψυχαναλύτρια Αθηνά Αλεξανδρή, της οποίας είχα την τύχη να είμαι θεραπευόμενη, είναι «εκεί που νιώθεις το ανήκειν στον άλλον και αυτός/ή σε σένα».


