Eίναι εύκολο να κάνουμε πλάκα, να δίνουμε έμφαση στις υπερβολές, να εξηγούμε με στόμφο γιατί το #MeToo πάει, τελείωσε, μια μόδα ήταν, ένα ξέσπασμα. Κι έρχεται η δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη, κι ακούμε την αγόρευση του εισαγγελέα που μέτρησε όχι μία και δύο, αλλά 38 αντιφάσεις στη μία καταγγέλλουσα, και πληροφορούμαστε τις απορίες του για τη «στύση χωρίς ερέθισμα» και την άποψή του ότι στην Ελλάδα «όλα βαφτίζονται βιασμοί», και καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε ακόμη πολύ πίσω και ότι ο δρόμος για να πειστούν τα θύματα βίαιων πρακτικών να καταφεύγουν στη Δικαιοσύνη δεν είναι απλώς ανηφορικός, είναι κανονικός Γολγοθάς.

Το δικαστήριο δεν πείστηκε από τον εισαγγελέα και έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο, χωρίς ελαφρυντικά μάλιστα, αλλά ο χωρισμός των δικαστών και των ενόρκων σε δύο στρατόπεδα βάρυνε αποφασιστικά στο να έχει η ποινή ανασταλτικό αποτέλεσμα. Είναι προφανές, έτσι, ότι ακόμη κι αν η φράση «το ΟΧΙ σημαίνει ΟΧΙ» αρχίζει να γίνεται αποδεκτή από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας (με εξαίρεση ασφαλώς τους «άνδρες παλαιάς κοπής»), είμαστε μακριά από την κατάκτηση των Ισπανίδων που αποτυπώνεται στη φράση «μόνο το ΝΑΙ σημαίνει ΝΑΙ». Δεν είναι θεωρητικές οι διαφορές ανάμεσα στις δύο φράσεις, δεν είναι φιλολογική αυτή η συζήτηση, αναδεικνύει αντιθέτως την κομβική σημασία της συναίνεσης.

Και η συζήτηση δεν τελειώνει φυσικά με το να πειστεί μια γυναίκα να καταγγείλει αυτόν που την κακοποιεί. Η χθεσινή κατάθεση του φίλου της Κυριακής Γρίβα, η οποία δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 2024 έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων, επιβεβαιώνει με τον πιο δραματικό τρόπο πόσο ψηλά, και συχνά αξεπέραστα, είναι τα εμπόδια που πρέπει να υπερβεί το θύμα ακόμη κι όταν αισθάνεται σχετικά ασφαλές.

Σύμφωνα με τον μάρτυρα, η Κυριακή έφτασε στο τμήμα τρομοκρατημένη και εκεί αντιμετώπισε την αδιαφορία των αστυνομικών, που αρκέστηκαν να της πουν να κάνει μήνυση και να πληρώσει το σχετικό παράβολο (με τον πρόεδρο του δικαστηρίου να ρωτά εδώ τον μάρτυρα τι ποσό της ζήτησαν). Ζήτησε συνοδεία ως το σπίτι της και της είπαν να περιμένει έξω. Εκεί δέχθηκε τη δολοφονική επίθεση, δύο μέτρα από το φυλάκιο, με τον φρουρό να μην κάνει τίποτα (και την πολιτική αγωγή να ρωτά εδώ τον μάρτυρα αν μπορούσε να κάνει εκείνος κάτι περισσότερο για να τη σώσει).

Τίποτα δεν έχει αλλάξει στην πραγματικότητα από τότε. Κι αν είναι εύκολο να κάνουμε πλάκα με τον Κασσελάκη, το δύσκολο είναι να καταλάβουμε γιατί δεν ισχύουν ήδη οι περισσότερες από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στην πρόταση νόμου που κατέθεσε αυτή την εβδομάδα το κόμμα του, γιατί ας πούμε απομακρύνεται το θύμα μιας βίαιης πράξης από τον δράστη και όχι το ανάποδο ή γιατί δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη εντατικά προγράμματα επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουργών.