Ηταν δεδομένο πως με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, από τη βραδιά δηλαδή που δύο στους τρεις Ελληνες ψήφισαν «Οχι» στην Ευρώπη – αυτό έκαναν και δεν χρειάζεται να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας ότι τάχα το «Οχι» ήταν κάτι διαφορετικό –, θα γινόντουσαν πολλές συζητήσεις για το γεγονός. Είναι ωστόσο περίεργο πως ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θέλησε οι συζητήσεις αυτές να φουντώσουν όσο δεν πάει. Η απόφασή του να ζητήσει τη δημοσιοποίηση των πρακτικών των συζητήσεων που έγιναν με τους τότε πολιτικούς αρχηγούς ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2015 ήταν βέβαιο πως θα προκαλούσε περαιτέρω ένταση, πόσω μάλλον αν τα πρακτικά θα διέρρεαν κιόλας, όπως και συνέβη. Γιατί είναι περίεργο που ο πρώην πρωθυπουργός αυτό το θέλησε; Αφενός γιατί διανύουμε μια στιγμή που η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνταράσσεται από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και από φόβους πως έπονται και χειρότερα: μια συζήτηση για το τι έγινε το 2015 είναι για την κυβέρνηση οξυγόνο. Και αφετέρου γιατί όταν επιχειρείς ένα rebranding, αυτές τις συζητήσεις για το κυβερνητικό παρελθόν σου λογικά δεν τις θες. Αλλά ο Τσίπρας και οι άνθρωποι που έχει γύρω του πολύ συχνά κινούνται πέρα από τη λογική, σε έναν κόσμο κομμάτι δικό τους, φτιαγμένο από αυταπάτες και παράξενες βεβαιότητες. Το ίδιο συνέβη και τώρα: έχουν τη βεβαιότητα, δηλαδή την αυταπάτη, πως αυτή η συζήτηση συμφέρει.

Ο στόχος του Τσίπρα από όσα καταλαβαίνω είναι σαφής: είναι να επαναπροσεγγίσει το 35,5%, που είναι το ποσοστό των ψηφοφόρων που τον ψήφισαν τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν η «κωλοτούμπα» είχε ολοκληρωθεί. Ο Τσίπρας θεωρεί αυτό το ποσοστό δικό του εντελώς και δεν έχει άδικο: τον Σεπτέμβριο του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει σχεδόν όλες τις συνιστώσες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο διαχωρισμός σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς δεν υπάρχει πλέον, και το ποσοστό αυτό αποτελεί επιβράβευση της διαπραγματευτικής του προσπάθειας. Στα δεκάχρονα από το δημοψήφισμα ο Τσίπρας κλείνει το μάτι σε αυτούς τους παλιούς του ψηφοφόρους που τον στήριξαν. Το κάνει υπενθυμίζοντάς τους ότι τότε αυτοί το δημοψήφισμα το έβλεπαν όπως και αυτός, δηλαδή ως κορυφαία κίνηση πολιτικής τακτικής. Αλλά ακριβώς επειδή προτιμά πάντα τις αυταπάτες από την πραγματικότητα, ο Τσίπρας κάνει ένα λάθος: ξεχνά ότι οι εκλογικές του ήττες δεν ήρθαν εξαιτίας του δημοψηφίσματος, αλλά εξαιτίας της εφαρμογής της πολιτικής του αρχικά, αλλά και εξαιτίας της ανεύθυνης αντιπολίτευσής του στη συνέχεια. Το 35,5% των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 έγινε 32% στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 (η πτώση είναι μεγαλύτερη καθώς στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ενσωματωθεί άτυπα αλλά ουσιαστικά οι ΑΝΕΛ) και το 32% έγινε 17,8% στις εκλογές του Ιουνίου του 2023.

Ο Τσίπρας ασχολείται με την υστεροφημία του ως πρωθυπουργού ενώ αυτό που προκάλεσε την καταστροφή του ήταν η αδυναμία του να πείσει ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το rebranding που ψάχνει ο Τσίπρας πρέπει να αφορά την ικανότητά του να κάνει αντιπολίτευση, όχι το τι έκανε όταν ήταν πρωθυπουργός. Ευτυχώς απέχουμε από το 2015 πολύ περισσότερο από όσο δείχνουν τα δέκα χρόνια που πέρασαν από τότε.

Ο Τσίπρας θέλει να επανέλθει για να ρίξει τον Μητσοτάκη. Κατανοητό. Μόνο που για να έχει ελπίδες να το κάνει πρέπει να ασχοληθεί με το αύριο. Το πρόβλημά του είναι ότι μοιάζει ξεπερασμένος – κάτι σαν απολίθωμα μιας εποχής που τελείωσε. Στα απολιθώματα δεν γίνεται rebranding. Ας του το εξηγήσουν για να μην ταλαιπωρείται γράφοντας βιβλία πολιτικού ναρκισσισμού μέσα στον καύσωνα: από προτάσεις έχει ανάγκη ο τόπος. Οχι από ιστορίες που είτε ξαναγράφονται είτε όχι ενδιαφέρουν ελάχιστα…