Εμφανώς αμήχανη η Κομισιόν προσπαθεί να υποβιβάσει τη σοβαρότητα της ρήξης μεταξύ της ΕΕ και της Ανατολικής Λιβύης, που προέκυψε μετά το προχθεσινό «μπλόκο» στην ευρωπαϊκή αποστολή υπό τον επίτροπο Εσωτερικών Υποθέσεων και Μετανάστευσης Μάγκνους Μπρούνερ από την κυβέρνηση της Βεγγάζης, που ελέγχεται από τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, αποδίδοντας το γεγονός σε «ζήτημα πρωτοκόλλου».

«Αυτό που συνέβη στη Βεγγάζη ήταν ότι υπήρχε πρόβλημα πρωτοκόλλου. Γι’ αυτό δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν οι προγραμματισμένες συναντήσεις», δήλωσε ο εκπρόσωπος της ΕΕ Μάρκους Λάμερτ στην καθημερινή ενημέρωση Τύπου της ΕΕ. Παρά τις προσπάθειες, όμως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η επιδίωξη της ΕΕ να συνομιλήσει με τις Αρχές της Ανατολικής Λιβύης – αφού είχε γίνει η «εποικοδομητική συνάντηση» στην Τρίπολη με τις Αρχές της Δυτικής Λιβύης -, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες μεταναστευτικές ροές που έχουν κορυφωθεί το τελευταίο διάστημα προς την Κρήτη, δυσκολεύει, καθώς είναι αμφίβολη η οποιαδήποτε περαιτέρω προσέγγιση μετά την απόφαση των Αρχών της Βεγγάζης να κηρύξουν μέσω αιχμηρής ανακοίνωσης «ανεπιθύμητα πρόσωπα» (personae non gratae) τη διπλωματική αποστολή της ΕΕ με τη συμμετοχή του επιτρόπου Μπρούνερ και των τριών αρμόδιων υπουργών Ελλάδας, Ιταλίας και Μάλτας.

Η ευρωπαϊκή αποστολή

Την αποστολή, η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε «σημαντική» από εκπροσώπους της Κομισιόν, είχε οργανώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την προτροπή της προέδρου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Είναι δε χαρακτηριστική η αποστασιοποίηση από την πλευρά της Μάλτας, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, ξεκαθαρίζει ότι τη συνάντηση στη Βεγγάζη είχε οργανώσει η Κομισιόν.

Σύμφωνα με πληροφορίες, παρότι πρόθεση της ευρωπαϊκής αποστολής ήταν συνάντηση μόνο με τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, η κυβέρνηση της Βεγγάζης επεδίωξε την τελευταία στιγμή διευρυμένη συνάντηση με υπουργούς της. Ως φαίνεται, η πλευρά της Κομισιόν δεν θέλησε να προχωρήσει στη συνάντηση, καθώς θα φαινόταν έτσι ότι αποδίδει νομιμότητα στην κυβέρνηση της Βεγγάζης, κάτι που δεν συνάδει με την επίσημη θέση της, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ συνεργάζεται με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση που ελέγχει τη Δυτική Λιβύη, την κυβέρνηση εθνικής ενότητας η οποία προέκυψε από τη διαδικασία διαμεσολάβησης του ΟΗΕ, και, σύμφωνα με την πολιτική της ΕΕ, για τη «Μία Λιβύη», στάση που επιβεβαίωσε χθες ο εκπρόσωπος Εξωτερικών Υποθέσεων της Κομισιόν Ανουάρ ελ Ανουνί.

Πάντως, παρά τη ρήξη, η Κομισιόν επιδιώκει να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και με τις δύο πλευρές της Λιβύης. «Η ΕΕ θα διατηρήσει ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας και θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε σε μια προσέγγιση “Ομάδας Ευρώπης” με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς», δήλωσε ο Λάμερτ. «Η πολιτική κατάσταση και η κατάσταση ασφαλείας στη Λιβύη είναι κρίσιμες, επομένως η πολιτική δέσμευση της Ευρώπης και των κρατών – μελών είναι ζωτικής σημασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις γεωπολιτικές συνέπειες για την ΕΕ». Ομως, παρότι υπάρχουν διαβουλεύσεις σε τεχνικό επίπεδο στην Τρίπολη, δεν συμβαίνει το ίδιο στην Ανατολική Λιβύη, παρότι ο εκπρόσωπος της Κομισιόν τόνισε ότι «θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε τόσο στην Ανατολική όσο και στη Δυτική Λιβύη». Μάλιστα, η πρόθεση της Κομισιόν τίθεται εν αμφιβόλω, καθώς η κυβέρνηση Χαμάντ προειδοποίησε ότι όλοι οι ξένοι επισκέπτες και διπλωμάτες πρέπει να λάβουν προηγούμενη έγκριση πριν εισέλθουν ή ταξιδέψουν στη Λιβύη. Πάντως πηγές της Κομισιόν εξηγούσαν στα «ΝΕΑ» ότι η Κομισιόν θα επιδιώξει να βρει «βιώσιμες λύσεις ως προς τον έλεγχο των παράνομων ροών», χωρίς όμως να μπορούν να προσδιορίσουν «αν μπορεί να υπάρξει συμφωνία και τι είδους συμφωνία θα μπορούσε να γίνει». Οσον αφορά την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τις αφίξεις από τη Λιβύη στην Κρήτη, ο Λάμερτ υπογράμμισε την ανησυχία της Κομισιόν για τις αυξημένες ροές παράτυπων μεταναστών προς την Ελλάδα και τόνισε ότι η Επιτροπή βρίσκεται σε στενή επαφή με τις ελληνικές Αρχές και θα συνεχίσει να υποστηρίζει οικονομικά και επιχειρησιακά την Ελλάδα.