Υπάρχει μία υπερασπιστική γραμμή που όποτε επιστρατεύεται πετυχαίνει απλώς να πιστοποιεί το αληθές κάθε εγκλήματος. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα με το μέγα σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο συγκλονίζει πλέον την πολιτική ζωή της χώρας. Η κύρια θέση με την οποία «αντικρούει» τις κατηγορίες το κυβερνητικό βαρύ πυροβολικό στο Κοινοβούλιο ουδόλως έχει να κάνει με άρνηση αυτών: δεν αφορά ούτε το σκάνδαλο, ούτε τα γεγονότα, ούτε τις κατηγορίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ούτε την εκδίωξη του ανθρώπου που ήδη το 2023 το επισήμανε στην κυβέρνηση για να το σταματήσει και, αντί γι’ αυτό, εκείνη τον έδιωξε. Αφορά αποκλειστικά τους πολιτικούς της αντιπάλους και είναι το εξής: «Και εσείς τα ίδια κάνατε».
Πρόκειται ασφαλώς για υπεράσπιση – δήλωση ενοχής. Οι φορείς της γνωρίζουν ότι τα εγκλήματα δεν συμψηφίζονται. Μην έχοντας όμως τίποτε να πουν επί της ουσίας καταφεύγουν εκεί μπας και με την πόλωση ξεγελάσουν κανέναν. Ισχύει ή όχι αυτό που λένε; Εν προκειμένω, ουδεμία σημασία έχει. Δεν μετράει. Επειδή εδώ δεν μιλάμε για μαλλιοτράβηγμα κομμάτων για το ποιος είναι λιγότερο ή περισσότερο ή καθόλου απατεώνας. Εδώ μιλάμε για απτές καταγγελίες, για πολύ γερά στοιχεία, για υπερεθνικές εισαγγελικές αρχές, στις οποίες αυτή ειδικά η κυβέρνηση υποτίθεται ομνύει καθημερινά όπως και στις αξίες που υποτίθεται αντιπροσωπεύουν και που τώρα την έχουν στριμώξει στη γωνία με τρόπο πρωτοφανώς δεμένο για τα ελληνικά δεδομένα. Και όλα τα άλλα είναι απλώς, ας επιτραπεί η βαριά λέξη, γιατί μόνο αυτή αρμόζει, μπούρδες.
Ομως το πιο βαρύ απ’ όλα, αυτό που έχει προκαλέσει όλη τη λύσσα είναι η καρδιά της υπόθεσης. Επειδή αν υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει ακόμα (και βέβαια χωρίς η όποιας μορφής ιδιοτέλεια, ή κάποια πνευματική ανεπάρκεια να τρέφει τέτοιες αμφιβολίες), θα είναι πραγματικά εντυπωσιακό: εν προκειμένω τουλάχιστον, η κυβέρνηση είναι σάπια. Και όχι απλώς σάπια, μα σάπια στον πυρήνα της. Και όσο δεν πάει άλλο. Κάτι που δεν αποδείχθηκε τώρα για πρώτη ή για δεύτερη ούτε καν για τρίτη μα για πολλοστή φορά. Το γεγονός αυτό θέτει πέραν όλων των άλλων και το προφανές ερώτημα: είναι δυνατόν να επιφέρει την όποια κάθαρση ο άνθρωπος που έδιωξε εκείνον που ξεσκέπασε ένα τεραστίων διαστάσεων σκάνδαλο το οποίο διευθυνόταν μέσα από το ίδιο του το γραφείο, κατά το… αγαθό πρότυπο των υποκλοπών; Που τον εξώθησε, τον οδήγησε σε παραίτηση, αντί να τον ακούσει και να του παρέχει όλα τα μέσα να προχωρήσει σε αυτό που έπρεπε να γίνει;
Αντίθετα, όλοι όσοι είχαν εμπλοκή έμειναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ισχυροί είτε στο προσκήνιο είτε στο παρασκήνιο. Και όλα αυτά, πόσο καιρό πριν; Περίπου δύο χρόνια! Τόσο διάστημα πέρασε που ο Πρωθυπουργός γνώριζε από πρώτο χέρι, αποδεδειγμένα πλέον, το σκάνδαλο. Και έδωσε (κατ’ ελάχιστον) το πράσινο φως, ή ενδεχομένως ακόμα και την άμεση εντολή για την αποσιώπησή του. Κάτι που καθιστά αυταπόδεικτο και ότι θα περνούσαν άλλα είκοσι ή άλλα σαράντα, αν δεν επενέβαινε ευτυχώς η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία…
Αυτή είναι η δουλειά ενός Πρωθυπουργού; Να εξοβελίζεται όποιος λειτουργός επιχειρεί να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον; Και έχοντας όλη την ενημέρωση από πρώτο χέρι επί χρόνια να αφήνει να λειτουργούν όλα όπως δεν θα έπρεπε σε μία κυβέρνηση που αντιστρατεύεται ευθέως το συνταγματικό της χρέος; Εκτός και αν έχει τον νου της αλλού. Μονίμως και εντελώς αλλού.







